Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Ο Άγιος Παντελεήμων

Μεγάλος Άγιος, θαυματουργός και ιαματικός, ο σήμερα τιμώμενος από την Εκκλησία μας. Αξίζει να διαβάσουμε το βίο του και να επικαλούμαστε την πρεσβεία του.
Ο άγιος αυτός έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, ήτοι περί το 304. Κατήγετο από την πόλιν Νικομήδειαν. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήτο ειδωλολάτρης. Η μητέρα του ωνομάζετο Ευβούλη, και ήτο χριστιανή.
Ο Παντολέων αφού έμαθε τα πρώτα γράμμα­τα, εμορφώθη και εις τα Ελληνικά. Αργότερον, αφού έμαθε αρκετά και επροχώρησεν, ο πατέρας του τον έστειλε να μαθητεύση εις τον ξακουστόν ιατρόν Ευφρόσυνον. Πράγματι ο νέος, ευφυής κα­θώς ήτο, εξεπέρασε τους υπολοίπους συμμαθητάς του εις την επίδοσιν, μέσα εις σύντομον χρονικόν διάστημα.
Ητο πολύ ωραίος εις την όψιν. Εις την ομιλίαν γλυκύς και εις το παράστημα μέτριος και ταπεινός. Ήτο στολισμένος με τας αρετάς, και είχε τόσον καλήν διαγωγήν που διεκρίνετο εις τας συναναστροφάς του από τους συνομηλίκους του. 'Ολοι όσοι τον επλησίαζαν ευχαριστούντο και έ­χαιραν διότι απεκόμιζαν πολλάς ωφελείας.
Ένεκα των αρετών του ο Παντολέων έγινε ξα­κουστός και φημισμένος εις ολόκληρον την Νικο­μήδειαν. 
 Όσην περιποίησιν έκανε ο πατέρας προς τα είδωλα, τόσην προθυμίαν και αγάπην προς την ορθόδοξον πίστιν εδείκνυε η μητέρα του, που με στοργή και αγάπην ανέτρεψε τον υιόν των Παντολέοντα (έτσι τον εί­χαν ονομάσει). Του έδινε όχι μόνον υλικήν τροφήν, αλλά και πνευματικήν. Όμως απέθανε ενωρίς η ευτυχισμένη Ευβούλη.
Αλλά και αυτός ο βασιλεύς, όταν κάποια ημέρα επήγε με τον πατέρα του Ευστόργιον εις το παλάτι και τον είδε, ήρωτησε και έμαθε δια τας αρετάς του Παντολέοντος. Όταν είδε την ορθήν του σκέψιν και τον καλόν του χαρακτήρα, εκάλεσε τον Ευστόργιον και τον παροτρύνε να σπουδάση τον υιόν του όσον το δυνατόν περισσότερον, ούτως ώστε να τον κάνη τέλειον ιατρόν, και εν συ­νεχεία να τον τοποθέτηση μέσα εις το παλάτι του.
Βαπτίζεται Χριστιανός.
Ο άγιος Ερμόλαος ήτο ιερεύς της εκκλησίας της Νικομήδειας την εποχήν εκείνην. Όμως ήτο κρυμμένος εις μίαν οικίαν μαζί με άλλους Χριστι­ανούς, επειδή εφοβούντο τον βασιλέα.
Καθώς λοιπόν έβλεπε τον νέον, που επερνούσε από την οικίαν καθημερινώς δια να πάη εις τον διδάσκαλόν του, διεπίστωσε και αντελήφθη ότι ο νέος αυτός έχει σεμνότητα και ήθος και εξ αυτών έκρινε ότι και η ψυχική του κατάστασις θα ήτο α­γαθή, όπως η αγαθή και καρποφόρος εκείνη γη που αναφέρει το Ευαγγέλιον. 
Ενώ εσκέπτετο ο Ερμόλαος αυτά, ηθέλησε να δοκιμάση και να σαγήνευση τον Παντολέοντα και αφού ήνοιξε την θύραν της οικίας, τον εφώναξε δια να του ειπή κάτι. Ο Παντολέων εισήλθεν εις την οικίαν και ο άγιος τότε τον ηρώτησε περί της κα­ταγωγής του και περί του αντικειμένου της λα­τρείας των (δηλ. σε τι πιστεύουν). Ο νέος απήντη­σεν εις την ερώτησιν με όλην την αλήθειαν, ότι δηλαδή η μητέρα του ήτο Χριστιανή και ο πατέρας του Ειδωλολάτρης. Ο Ερμόλαος και πάλιν τον ηρώτησε λέγων: «Εσύ, παιδί μου, ποίαν θρησκείαν αγαπάς περισσότερον;» Και ο νέος απήντησεν ως εξής: «Όταν εζούσεν η μητέρα μου, με συνεβούλευε καθημερινώς να γίνω χριστιανός. Και εγώ αυτό εποθούσα να γίνω. Η μητέρα μου απέθανε, και έμεινα μόνος με τον πατέρα μου, ο οποίος με αναγκάζει να τον ακολουθώ εις την θρησκείαν και σκοπεύει να μου προσφέρη εις ένδειξιν τιμής θέσιν εις το παλάτι» Τον ξαναρωτά ο Ερμόλαος: «Ποίαν επιστήμην ακολουθείς, παιδί μου;» Και ο Παντολέων απεκρίθη λέγων: «Την Ιατρικήν, σεβα­στέ γέροντα, ακολουθώ. Αυτήν που εδίδαξεν ο Α­σκληπιός, ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός και άλλοι σο­φοί. Απ' όλα τα επαγγέλματα εις τον πατέρα μου, ήρεσε αυτό το επάγγελμα. 'Αλλά και ο διδάσκα­λός μου με επληροφόρησε ότι εάν γίνω τέλειος ιατρός, δεν θα υπάρχη ασθένεια που να μην μπορώ να την θεραπεύσω». Τότε ο Ερμόλαος ευρών την κατάλληλον ευκαιρίαν, είπε προς τον νέον: «Πίστευσέ με, παιδί μου, ότι η επιστήμη του Ασκλη­πιού, του Γαληνού και των υπολοίπων σοφών που μου ανέφερες, μικρήν βοήθειαν μπορεί να προσφέρη εις αυτούς που την σπουδάζουν. Αλλά και αυ­τοί οι θεοί που προσκυνεί ο Μαξιμιανός, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψευδείς μύθοι, που τους πιστεύουν οι ανόητοι. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, εις τον οποίον εάν πιστεύσης εξ όλης της καρδίας σου, θα ιατρεύσης κάθε νόσον, χωρίς τα ιατρικά βότανα, με μόνην την Χάριν και δύναμιν Εκείνου. Ο Χριστός εφώτισε πολλούς τυφλούς, ανέστησε νεκρούς, εκαθάρισε λεπρούς, εθεράπευσε δαιμονιζομένους και αιμορροούντας, ιάτρευσε δυσθεραπεύτους ασθενείας και έκανε α­μέτρητα θαύματα. Αλλά και σήμερον ο Χριστός ευρίσκεται μεταξύ των πιστών δούλων Του, και τους βοηθεί να τελούν έργα που προκαλούν κατάπληξιν και δέος. Και τους πιστούς Του αυτούς τους καθιστά κληρονόμους της ουρανίου βασιλεί­ας Του». 
Μόλις ήκουσε αυτά ο Παντολέων, ένοιωσε μεγάλην χαράν. Η καρδιά του εγέμισε ευφροσύνην και διεπίστωσεν, ότι όλα όσα τον έλεγεν ο ιερεύς ήσαν αληθή και δίκαια. Και απήντησεν ως εξής: «Άγιε γέροντα, όσα μου είπες τα ήκουσα και από την μητέρα μου πολλές φορές. Την έβλεπα να προσ­εύχεται και να επικαλήται τον Θεόν, που και εσύ κηρύττεις. Τον παρακαλούσε θερμώς να μας φωτίζη και να μας βοηθή».
Αφού ηυχαρίστησε ο Παντολέων, δια την διαφώτισιν και συμβουλήν τον Ερμόλαον έφυγε συνεχίσας τον δρόμον του. Όμως εντυπωσιάσθη από τους λόγους του Ερμολάου και δι' αυτό πολλές φορές ήρχετο και ήκουε την διδασκαλίαν του. Τοι­ουτοτρόπως η πίστις του εις τόν Χριστόν ολίγον κατ' ολίγον ηύξανε.
 
Μίαν ήμέραν ένω επέστρεφε από τόν διδάσκαλόν του, εύρεν εις τον δρόμον ένα παιδί που το εδάγκωσε φαρμακερό φίδι. Το παιδί απέθανε και η έχιδνα που το εδάγκωσε έστεκε πλησίον του. Ο Παντολέων μόλις είδε το συμβάν, ενεθυμήθη τους λόγους του Ερμολάου. Εσκέφθη λοιπόν ως εξής: «εάν ο Χριστός εκπλήρωση την απαίτησί μου ν' αναστηθή το παιδί, και να θανατωθή το φίδι δεν χρειάζομαι άλλην διαπίστωσιν ούτε άλλην απόδειξιν των όσων με εδίδαξεν ο σεβάσμιος γέρων. Μάλιστα θα γίνω αμέσως Χριστιανός». Αφού έ­καμε προσευχήν, το παιδί την ίδια ώρα ανεστήθη σαν να είχε ξυπνήσει από βαθύν ύπνον. Η έχιδνα έγινε κομμάτια και εχάθη. Τότε ο Παντολέων εξ όλης της ψυχής και καρδίας του επίστευσεν εις τον Χριστόν. Και αφού έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανόν με πολλήν χαράν ευχαρίστησε και εδόξασε τον Κύριον, που τον ελύτρωσε από την πλάνην και από το σκοτάδι των ειδώλων, και τον ωδήγησεν εις την επίγνωσιν της αληθείας. Έπειτα τρέχων, επήγεν εις τον Ερμόλαον και του ανέφερε το γεγονός και με μεγάλην χαράν του εζήτησε να τον καταστήση τέλειον Χριστιανόν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Ο Ερμόλαος με χαράν εδέχθη να τον βάπτιση, επειδή εγνώριζεν ότι το μύρον του Αγ. Πνεύματος θα το έβαζε εις εκλεκτόν σώμα. Αφού τον εβάπτισε τον εκοινώνησε του Δεσποτι­κού σώματος και αίματος και τον εδίδαξε περί των μυστηρίων της αληθούς μας πίστεως.
Πλησίον του αγίου γέροντος έμεινεν επτά η­μέρας πληρούμενος χαράς και τρεφόμενος με εκεί­να τα μελίρρυτα λόγια. Την ογδόην ημέραν έφυγε και επήγε εις την οικίαν του.
 
Από τότε «φρόντιζε με κάθε τρόπον να επιστρέψη τον πατέρα του εις την αληθινήν πίστιν. Δια τούτο μίαν ημέραν του είπε: «Διατί πατέρα, όσα είδωλα κατεσκευάσθησαν όρθια δεν εκάθησαν ποτέ, και όσα πάλιν κατεσκευάσθησαν καθήμενα ποτέ δεν εσηκώθησαν;». Ο Ευστόργιος δεν ημπό­ρεσε ν' απάντηση εις τον υιόν του και μάλιστα ήρχισε ολίγον κατ' ολίγον να ψυχραίνεται η ευλάβειά του προς αυτά, και δεν εθυσίαζε εις αυτά συχνά, όπως πριν.
 
Ο Παντολέων ευχαριστούσε τον Θεόν, διότι έ­βλεπε και διεπίστωνε την αλλαγήν του πατρός του και παρακαλούσε ασταμάτητα τον θεόν να τον φωτίση και να τον λύτρωση από την πλάνην και την αγνωσίαν το συντομώτερον. Εσκέπτετο να συντρίψη τα είδωλα που ευρίσκοντο εις την οικίαν του, αλλ' όμως δεν ήθελε να λυπήση τον πατέρα του και δεν το έκαμε. Εσκέφθη ότι θα ήτο καλύτερον ο πατέρας του με τα λόγια να πιστέψη εις τον Χριστόν και αφού τον έπειθε, ο ίδιος ο πατέ­ρας του θα συνέτριβε τα είδωλα. «Όπερ και έγι­νε. Ο Θεός ήκουσε την προσευχήν του δούλου Του και οικονόμησε τα πράγματα με κατάλληλον τρό­πον, ώστε να φέρη εις την ευσέβειαν με ένα θαύ­μα τον Ευστόργιον.
Θεραπεύει τον τυφλόν.
Εις την οικίαν του Ευστοργίου έφεραν ένα τυφλόν. Αφού εκτύπησαν την θύραν οι συγγενείς του τυφλού ηρώτησαν εάν ήτο μέσα ο ιατρός Παντολέων. Μόλις ήκουσε αυτός ότι τον εκάλεσαν, εβγήκε με τον πατέρα του έξω και ηρώτησαν τον τυφλόν τι εζητούσε. Εκείνος τους είπε:«Άριστε ιατρέ, επιθυμώ σφοδρώς το φως μου, διότι δεν υ­πάρχει εις τους ανθρώπους γλυκύτερον πράγμα. Σε παρακαλώ να λυπηθής την ταλαιπωρίαν και την συμφοράν μου και να με ελεήσης τον άθλιον. Διότι πολλοί ιατροί υπεσχέθησαν να με θεραπεύ­σουν, αλλά δεν ημπόρεσαν. Έχω μάλιστα εξοδεύσει όλην την περιουσίαν μου εις φάρμακα χωρίς να ιδώ καμμίαν απολύτως ωφέλειαν. Μάλιστα διεπίστωσα ότι και το ολίγον φως που είχα, το έχα­σα, και έμεινα όχι μόνον τυφλός αλλά και φτω­χός ο άθλιος».
 
Ο Παντολέων του είπε τότε: «Επειδή εξώδευσες όλην την περιουσίαν σου εις τους άλλους ια­τρούς και δεν είδες ωφέλειαν, εάν εγώ σε θεραπεύσω τί θα μου δώσης;» Και ο τυφλός απεκρίθη: «Σου χαρίζω μετά χαράς και προθύμως ό,τι μου απέμεινε από την περιουσίαν». Τότε του είπε: «Τους μεν οφθαλμούς σου θα θεραπεύση ο αληθής Θεός, δια μέσου μου, την δε αμοιβήν που μου υπεσχέθης θέλω να την διαμοίρασης εις τους πτω­χούς». Ο Παντολέων βεβαίως εμίλησε έτσι επειδή ήλπιζε εις την Χάριν και την δύναμιν του Χριστού. Ο πατήρ του όμως, επειδή ενόμισε ότι θα τον θεραπεύση με τα βότανα της ιατρικής επιστήμης, τον ημπόδισε λέγων. «Αγαπημένε μου υιέ, μην επιχειρής κάτι ανώτερον από την δύναμίν σου, μή­πως και ντροπιασθής αν αποτύχης. Τί άλλο μπο­ρείς εσύ να προσφέρης ή επιτύχης περισσότερον από τους υπολοίπους ιατρούς πού δεν κατώρθωσαν να τον θεραπεύσουν;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ουδείς άλλος δύναται να τον θεραπεύση, πατέρα, όπως εγώ, επειδή από τον διδάσκαλόν μου μέχρις αυτούς τους ιατρούς υπάρχει μεγάλη διαφορά». Ο πατέρας του επειδή ενόμισε ότι ωμιλούσε περί του διδασκάλου του Ευφροσύνου του είπε πάλιν: «Μα εγώ, παιδί μου, ήκουσα πως αυτόν τον τυφλόν τον επήγαν και εις τον διδάσκαλόν σου και τί­ποτα δεν κατώρθωσε να επιτύχη». Ο Παντολέων είπε προς τον πατέρα του: «Πρόσεχε πατέρα να διαπίστωσης ολοφάνερα την άλήθειάν μου». Και μόλις ετελείωσε τα λόγια του αυτά, άπλωσε το δεξιό του χέρι και έκανε το σημείον του Σταυρού εις τα μάτια του τυφλού, επικαλούμενος συγχρό­νως και το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και, ω του θαύματος!, αμέσως ήνοιξαν τα μάτια του τυφλού, και ανέβλεψαν και τα μάτια του σώματός του και της ψυχής του, διό­τι ήτο ειδωλολάτρης. Μόλις λοιπόν είδε το θαύμα που του έγινε με την επίκλησιν του ονόματος του Χριστού, αμέσως επίστευσεν. Και όχι μόνον ο πρώ­ην τυφλός επίστευσεν, αλλά και ο πατέρας του Παντολέοντος, και μεγαλοφώνως διεκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθέστατον. Ο Άγιος Παντολέων εχάρη δοξάζων τον Κύριον και τους επήγε εις τον άγιον Ερμόλαον, ο οποίος και τους εβάπτισε.
 
Ο Ευστόργιος μόλις επέστρεψεν εις την οικίαν του συνέτριψε όλα τα είδωλα. Ύστερα απ' ολίγον καιρόν, αφού έζησε εν μετανοία, απεδήμησε προς Κύριον.
 
Ο Παντολέων εμοίρασε όλην την περιουσίαν του, εις τους πτωχούς και τους φυλακισμένους. Ηλευθέρωσε τους δούλους του, εφρόντισε δια τους αδυνάτους και ασθενείς και όχι μόνον τους ιάτρευε από κάθε ασθένειαν, αλλά τους έδινε και αρκετά χρήματα δια να ζήσουν.
 
Εξ αιτίας των ευεργεσιών του αυτών, η φήμη του και το όνομά του διεδόθη παντού. Όσοι είχαν ασθενείς εζητούσαν, εκαλούσαν και επροτιμούσαν απ' όλους τους ιατρούς τον Παντολέοντα. Αυτός αφού τους εθεράπευε, δεν εζητούσε πληρωμήν παρά μόνον τους εκαλούσε να ομολογήσουν τον Χριστόν τον μόνον αληθή θεραπευτήν των σωματικών και των ψυχικών πόνων. Έτσι όσοι επίστευαν εις τον Χριστόν εθεραπεύοντο διπλά, λαμβάνοντες την σωτηρίαν της ψυχής και την υγείαν του σώματος.

Φθονούν και συκοφαντούν τόν άγιον εις τον βασιλέα.
Οι ιατροί της πόλεως, όταν είδαν ότι ο Παντολέων τελεί τόσα αξιοθαύμαστα πράγματα, τον εφθόνησαν.
 
Μίαν ημέραν ενώ εκάθοντο εις την αγοράν, είδαν τον πρώην τυφλόν που επερνούσε από εκεί. Μόλις λοιπόν τον είδαν υγιή εσυγχύσθησαν και έλεγαν μεταξύ των: «Μα δεν είναι αυτός που δο­κιμάσαμε με πολλούς τρόπους να τον θεραπεύσωμεν και τίποτα δεν επετύχαμεν;» Και τον ηρώτη­σαν, και έμαθαν ότι τον εθεράπευσε ο Παντολέων. Και εθαύμασαν λέγοντες: «Όπως είναι ο διδά­σκαλος σπουδαίος, έτσι ανέδειξε και τον μαθητήν του αξιοθαύμαστον». Πλην όμως από τότε εφθόνη­σαν περισσότερον τον άγιον και εζητούσαν αιτίαν να τον συκοφαντήσουν εις τον βασιλέα.
Ευρήκαν λοιπόν ένα χριστιανόν ομολογητήν που ετιμώρησε ο ασεβής Μαξιμιανός, εξ αιτίας της πίστεώς του, και τον οποίον περιέθαλπε και εφρόντιζεν ο Παντολέων. Έτρεξαν λοιπόν χωρίς χρονοτριβήν και είπαν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, γνώριζε ότι ο Παντολέων, τον οποίον αγαπάς τό­σον και έχει σπουδάσει, ώστε να γίνη τέλειος ια­τρός, δια να τον έχης δια βοήθειαν εις καιρόν ανάγκης, τώρα ούτε την μεγάλην δύναμιν και εξουσίαν της βασιλείας σου φοβείται, ούτε τον ενδια­φέρει η φιλία και η αγάπη της βασιλείας σου. Περιέρχεται και ευρίσκει και θεραπεύει αυτούς που τιμωρεί τόσον δικαιολογημένα η βασιλεία σου και που είναι εχθροί των θεών σου. Αλλά δεν αρ­κεί μόνον ότι ηρνήθη την πατρικήν του θρησκείαν, και πιστεύει εις τον Εσταυρωμένον, αλλά διδά­σκει και άλλους Έλληνας, όσους μπορεί, δια να τους κάνη χριστιανούς. Εμείς λοιπόν οι δούλοι σου, ως πιστοί που είμεθα της βασιλείας σου, σου προτείνομε να τον βγάλης από το μέσον το συντομώτερον. Διότι ύστερα θα λυπηθής όταν ιδής τους έλληνας (ειδωλολάτρας) ν' αρνούνται τους θεούς, και να γίνωνται χριστιανοί με τας ευεργε­σίας του, και μάλιστα τας θεραπείας του Ασκλη­πιού να διαδίδουν ότι τας τελεί ο Χριστός. Αν θέλης να μάθης την αλήθειαν των όσων είπαμε, πρόσταξε να έλθη εδώ ο τυφλός που ιάτρευσε ο Παντολέων να τ' ακούσης και από τον ίδιον».
Ο βασιλεύς μόλις ήκουσε αυτάς τας πληρο­φορίας ελυπήθη και διέταξε να του παρουσιάσουν τον πρώην τυφλόν. Πράγματι ωδηγήθη ενώπιόν του, και ο βασιλεύς τον ηρώτησε με ποίον τρόπον τον εθεράπευσε ο Παντολέων και εκείνος ωμολόγησε την αλήθειαν χωρίς φόβον ή δειλίαν λέγων: «Με το όνομα του Χριστού με ιάτρευσεν και το εκπληκτικώτερον είναι ότι προτού τελείωση τους λό­γους του, τα μάτια μου ήνοιξαν και έτσι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι μ' εθεράπευσε με την ιατρικήν επιστήμην». Ο βασιλεύς τότε του είπε: «Εσύ λοιπόν τί παραδέχεσαι δι' αυτό το θέμα. Ο Χριστός σ' εθεράπευσε ή οι θεοί;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ας εξετάσωμεν την υπόθεσιν καλώς και θ' αποδειχθή η αλήθεια. Βλέπεις τους ιατρούς αυτούς που προσεπάθησαν να με ιατρεύσουν; Όμως παρ' όλον ότι ευηργετήθησαν από εμέ, και εξώδευσα όλην μου την περιουσίαν εις τα φάρμακα, τίποτα δεν με ωφέλησαν, μάλλον μ' έβλαψαν, διό­τι μου αφήρεσαν και το ολίγον φως που είχα. Ποί­ον λοιπόν πρέπει να ονομάσω ιατρόν και βοηθόν μου; Τον Ασκληπιόν που επικαλούνται εις βοή­θειαν αυτοί εδώ οι ιατροί και τίποτα δεν μου προσ­έφεραν ή τον Χριστόν που με τ' όνομά του μόνον ο Παντολέων μου εχάρισε το φως που λαχταρούσα; Την απάντησιν, βασιλεύ, την ξέρει και ένας τυφλός και αγράμματος». Ο βασιλεύς μη γνωρί­ζων τι ν' αποκριθή εις τον πρώην τυφλόν είπεν: «Μήπως είσαι ανόητος άνθρωπε; Ούτε καν ν' αναφέρης ότι ο Χριστός σε ιάτρευσε. Οι θεοί σου έδω­σαν το φως και αυτό είναι ολοφάνερον». Τότε ο άλλοτε τυφλός, φωτισμένος εις την ψυχήν περισσό­τερον παρά εις το σώμα δεν εφοβήθη την βασιλι­κήν εξουσίαν ούτε τον θυμόν του βασιλέως. Εσκέφθη ότι θα ετιμωρείτο, αλλά με μεγάλο θάρρος είπε προς τον βασιλέα: «Συ βασιλεύ είσαι ανόη­τος που ισχυρίζεσαι ότι οι ψεύτικοι και αναίσθητοι θεοί σου μου έδωσαν το φως. Είσαι τόσον πολύ τυ­φλός όπως και αυτοί εδώ και δεν ημπορείς να διακρίνης την αλήθειαν που λάμπει περισσότερον από τον ήλιον».
Ο τύραννος βασιλεύς όταν ήκουσε αυτά εβεβαιώθη ότι όσα του είπαν οι ιατροί ήσαν αληθή. Αμέσως διέταξε και απεκεφάλισαν τον ευτυχή, άλλοτε τυφλόν που ήτο φίλος του Χριστού, συνή­γορος της αληθείας, μάρτυς αψευδής, ο οποίος εθυσιάσθη δια τον Χριστόν που τον εθεράπευσε και εμαρτύρησε δια την αγάπην Του.
Ο άγιος ήγόρασε μυστικώς το τίμιον λείψανόν του και το ενεταφίασε εκεί όπου έθαψε τον πα­τέρα του.
Μαρτύριον και θαύματα του αγίου.
Ο βασιλεύς ειδοποίησε τον Παντολέοντα να πάη να τον συνάντηση. Ο άγιος ενώ επήγαινε προς αυτόν προσηύχετο λέγων: «Ο Θεός την αίνεσίν μου μη παρασιώπησης» και την συνέχειαν του ψαλμού. Όταν έφθασεν εις το παλάτι και παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως, του είπε ο βα­σιλεύς: «Ήκουσα μερικά λόγια για σένα, Παντολέον, επιβαρυντικά. Δηλαδή ότι υβρίζεις, και πε­ριφρονείς τον Ασκληπιόν και τους άλλους θεούς. Ήκουσα ότι πιστεύεις εις τον Χριστόν και ισχυρί­ζεσαι ότι μόνον αυτός είναι αληθινός Θεός και τρέ­φεις ελπίδα εις αυτόν που εύρε τόσον ατιμωτικόν θάνατον. Γνωρίζεις, Παντολέον, πόσον σε αγαπώ και έδωσα εντολάς εις τον διδάσκαλόν σου να σε διδάξη όσον το δυνατόν καλύτερον την επιστήμην σου δια να σ' εγκαταστήσω εις το παλάτι μου. Βέ­βαια γνωρίζαμεν ότι πολλοί εξ αιτίας του φθόνου των διαδίδουν και ψέματα. Δι' αυτό και σε προσεκάλεσα να κάμης θυσίαν εις τους θεούς, δια να μάθωμεν την αλήθειαν». Ο άγιος απεκρίθη: «Τα έργα είναι αξιότερα, ω βασιλεύ, παρά τά λόγια όπως όλοι γνωρίζομεν. Εάν ερευνώμεν και εξετάζωμεν τα μικρά και τόσον ασήμαντα πράγματα εάν είναι αληθινά και γνήσια, πολύ περισσότερον επιβάλλεται να εξετάζωμεν με μεγάλην προσοχήν όσα αφορούν τον Θεόν, δια να μη ζημιωθώμεν. Διότι η ευσέβεια προς τον Θεόν είναι το υψηλότερον όλων των πραγμάτων. Ο Θεός λοιπόν που εγώ προσκυνώ και σέβομαι, εδημιούργησε τον ουρανόν, την θάλασσαν, την γην και όλον τον κόσμον. Αυτός ανέστησε νεκρούς, εφώτισε τυφλούς, εκαθάρισε λεπρούς, εσήκωσε παραλύτους και όλα αυ­τά τα θαύματα τα έκαμε μόνον με τον λόγον και την διαταγήν.
 
Οι θεοί που προσκυνούν οι Έλληνες (ειδωλολάτραι) δεν γνωρίζω εάν έκαμαν ποτέ τέτοια έρ­γα ή εάν ημπορούν να κάμουν. Εάν ασφαλώς επιθυμής, βασιλεύ, ας δοκιμάσωμεν τώρα, δια να μάθης την αλήθειαν. Δώσε διαταγήν να φέρουν εδώ ένα ασθενή που να πάσχη από αθεράπευτον ασθένειαν και ας προσέλθουν οι ιερείς σας να παρακα­λέσουν τους θεούς των, όσον θέλουν, δια να τον θεραπεύσουν. Έπειτα να παρακαλέσω και εγώ τον Θεόν μου, με τ' όνομα του οποίου θα ιατρευθή ο ασθενής. Αυτόν λοιπόν τον Θεόν πρέπει ν' ονομάζωμεν αληθινόν και τους υπόλοιπους θα τους περι­φρονήσουμε». Οι λόγοι του Παντολέοντος άρεσαν εις τον βασιλέα, και αφού έδωσε εντολήν, έφεραν ένα παράλυτον καθισμένον εις το κρεββάτι του, ο οποίος δεν ημπορούσε να κινηθή καθόλου. Οι ιε­ρείς των ειδώλων έκαμαν την ανοσίαν δέησίν των, επικαλούμενοι επί πολλήν ώραν τους αναίσθητους θεούς των. Αυτοί ως κωφοί και άλαλοι δεν εισήκουσαν. Και ο άγιος τους εχλεύασε εξ αιτίας της μεγάλης αγνοίας των. Όταν τελικώς διεπίστωσαν ότι δέν ημπόρεσαν να κατορθώσουν τίποτα, είπαν προς τον άγιον να επικαλεσθή τον Θεόν του. Τότε ο Παντολέων εσήκωσε τα μάτια του και όλην την διάνοιάν του προς τον ουρανόν και είπε. «Κύ­ριε, εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ' εμού. Εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν με. Δείξον Δέσποτα εις αυτούς που δεν σε γνωρίζουν, ότι συ είσαι ο μόνος Θεός ο αληθής και ο παντοδύναμος». Έτσι είπε και αφού έπιασε τα χέρια του παραλύτου είπε: «Εν ονόμα­τι του Χριστού, ο οποίος ανορθώνει τους καταπλη­γωμένους και κτυπημένους, σήκω και περιπάτει». Τότε αμέσως ο λόγος έγινεν έργον. Και ο ασθενής εσηκώθη και περιεπάτησε με μεγάλην προθυμίαν και αγαλλίασιν. Όταν είδαν οι ειδωλολάτραι το θαύμα αυτό εξεπλάγησαν, και πολλοί ηρνήθησαν τα είδωλα, και επίστευσαν εις τον αληθινόν Θεόν. Οι βδελυροί όμως ιερείς εξηκολούθησαν να παρα­μένουν άπιστοι. Και αφού προσήλθαν εις τον βασι­λέα του είπαν. «Σε ορκίζομεν εις τους αθανάτους θεούς μας να μην αφήσης πλέον τον Παντολέοντα να ζήση ούτε μίαν ώραν, διότι θα εξαφάνιση την θρησκείαν μας και οι χριστιανοί θα γίνουν ισχυ­ροί και θα στραφούν εναντίον μας. «Ο βασιλεύς όταν τους ήκουσε, εκάλεσε πάλιν τον άγιον και εδοκίμασε να τον παραπλάνηση με κολακευτικά λό­για, μήπως τον πείση και συμφωνήση μαζί του. Αφού τίποτα όμως δεν κατόρθωσε ούτε με τας κο­λακείας ούτε με τας απειλάς να τον πείση, ήρχισε να τον τιμωρή με διάφορα βασανιστικά μέσα. Κατ' αρχήν τον εκρέμασαν εις ένα ξύλον και τον εξέσχισαν με σιδερένια νύχια. Έπειτα κατέκαυσαν τας πλευράς του, και τα υπόλοιπα ευαίσθητα μέλη του.
 
Αλλ' ενώ το σώμα του αγίου και Μάρτυρος με αυτούς τους τρόπους ετιμωρείτο, ο νους του ήτο εστραμμένος προς εκείνον που ημπορούσε να του παράσχη βοήθειαν. Τα μάτια του ήσαν γυρι­σμένα προς τον ουρανόν και με θερμήν πίστιν προσηύχετο εις τον Κύριον νοερώς. Και ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν του, και έφθασε κατ' εκείνην την στιγμήν μπροστά του με την μορφήν του Ερμολάου και του είπε, καθώς είναι πατήρ γνή­σιος και φιλόστοργος: «Μη φοβήσαι, διότι εγώ εί­μαι μαζί σου, βοηθός σου, εις όσα θα υποφέρης δι' εμέ». Και αμέσως τα χέρια των στρατιωτών παρέ­λυσαν, αι λαμπάδες εσβήσθησαν, και αι πληγαί του αγίου εθεραπεύθησαν. Ο βασιλεύς εντροπιάσθη μόλις είδε τα όσα συνέβησαν και αφού διέταξε να τον κατεβάσουν από το ξύλον είπε προς τον άγιον: «Με ποίαν τέχνην και μαγείαν έκανες τα χέρια των στρατιωτών να παραλύσουν και τας λα­μπάδας να σβήσουν;» Και απεκρίθη: «Η τέχνη και η μαγεία μου είναι ο Χριστός που αγαπώ και ο οποίος ευρίσκεται πλησίον μου και τελεί τα θαύ­ματα». Ο Μαξιμιανός τότε του είπε: «Αλλ' εάν σε βάλω σε χειρότερα και σκληρότερα βασανιστήρια τί θα γίνης;» Και ο Άγιος απήντησε: «Τότε θα λάβω και εγώ μεγαλυτέραν βοήθειαν από τον Χριστόν μου».
Διέταξε λοιπόν ο Μαξιμιανός και εγέμισαν με μολύβι ένα δοχείον μεγάλο και αφού το έβρα­σαν πολύ έβαλαν μέσα τον άγιον. Και πάλιν προσηύχετο και επεκαλείτο την βοήθειαν του Κυρίου λέγων. «Εισάκουσον ο Θεός της φωνής μου. Εν τω δέεσθαί με προς σε από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» και εσυνέχιζε τον ψαλμόν.
Και πάλιν παρουσιάσθη ο Κύριος με την μορφήν του Ερμολάου και εισήλθε εις το μεγάλο δο­χείον και αμέσως η φωτιά που το έβραζε έσβησε και ο μόλυβδος εκρύωσε. Ο Άγιος συνέχισε να ψάλλη το «Εγώ προς Θεόν εκέκραξα και εισήκουσέ μου».
Όσοι ευρέθησαν εκεί εξεπλάγησαν και από­ρησαν δια το παράξενον γεγονός.
Ο βασιλεύς πωρωμένος και αναίσθητος καθώς ήτο, δεν αντελήφθη ότι τα θαύματα αυτά ετελούντο από τον ισχυρόν και αληθινόν Θεόν. Αλλά τα εθεωρούσε ως μαντικάς επιτυχίας. Εσυλλογίζετο λοιπόν με ποίον άλλο βασανιστήριον θα ημπορού­σε να καταβάλη τον αήττητον Μάρτυρα. Αφού μά­λιστα συνεβουλεύθη τους άρχοντάς του, διέταξε να δέσουν εις τον λαιμόν του αγίου ένα μεγάλο λίθον και να τον ρίψουν εις την θάλασσαν. Οι στρατιώται έτρεξαν να εκτελέσουν την διαταγήν. Και ο Θεός πάλιν εφρόντισε να διαφύλαξη και βοηθήση τον δούλον Του που εκινδύνευε χάριν Αυτού. Μόλις τον έρριψαν εις την θάλασσαν επενέβη ο Χριστός καθώς φαίνεται και έκαμε την βαρειάν εκείνην πέτρα που είχε εις τον λαιμόν του ελαφροτέραν και από το φύλλον του δένδρου και έπλεε εις την θάλασσαν. Ο Άγιος περιεπάτησε επάνω εις το νερό της θαλάσσης, όπως άλλοτε ο πρωτό­θρονος Πέτρος, και εβγήκε εις τον αιγιαλόν σώος και αβλαβής. Ο βασιλεύς όταν τον είδεν εις την ξηράν εθαύμασε και του είπε: «Τί είναι αυτό που βλέπω, Παντολέον; Εξουσιάζεις δια της μαγείας σου και την θάλασσαν;» Και ό άγιος απεκρίθη: «Η διαταγή Εκείνου που την εξουσιάζει έκανε αυ­τό που βλέπεις. Πρέπει να ξέρης ότι η γη, η θάλασ­σα και όλα τα δημιουργήματα υπακούουν και υ­ποτάσσονται εις τον Θεόν περισσότερον απ' ό,τι υ­πακούσουν εις σε οι υπηρέται σου».
Η σκληρή και πωρωμένη καρδιά του βασι­λέως δεν άλλαξε καθόλου. Παρ' όλον ότι είδε τό­σα και τόσα θαύματα ο ασυνείδητος, διέταξε να συγκεντρώσουν όλα τα άγρια θηρία της γης. Έ­πειτα θέλων να δείξη ότι λυπάται δήθεν τον άγιον, και δια να τον φοβίση του είπε: «Βλέπεις αυ­τά τα θηρία; Δια τον χαμόν σου τα έφεραν. Λυπή­σου λοιπόν τον εαυτόν σου. Εγώ λυπάμαι την νεό­τητα και ωραιότητά σου, μάρτυρές μου οι θεοί. Σε συμβουλεύω όπως ο πατέρας, να προτίμησης ως λογικός το συμφέρον σου, δια να μην αποθάνης πρόωρα με τέτοιον πικρόν θάνατον και να στερηθής την γλυκυτάτην και τόσον ποθητήν ζωήν».
Ο άγιος απεκρίθη τότε: «Εάν δεν σε υπήκουσα προηγουμένως, πώς ελπίζεις να σε ακούσω τώ­ρα που είδα τόσην βοήθειαν από τον Θεόν μου; Ούτε καν να το σκεφθής λοιπόν ότι θα κάμω ποτέ θυσίαν εις τους δαίμονας. Διατί με απειλείς με τα θηρία σου; Εκείνος που παρέλυσε τα χέρια των στρατιωτών σου, και επάγωσε τον βραστόν μόλυβδον και εξήρανεν την θάλασσαν, θα κάμη και τα φοβερά σου θηρία ημερώτερα από τα πρόβα­τα».
Ο άγιος δεν επείσθη από τον βασιλέα να προσκυνήση τα είδωλα και προτίμησε να ριφθή εις τα άγρια θηρία. Ο βασιλεύς όμως επέμενε και μάλι­στα του έδωσε προθεσμίαν τρεις ημέρας δια να σκεφθή και να θυσιάση εις τα είδωλα. Διαφορετικά θα εκτελείτο η διαταγή του και ο άγιος θα ερρίπτετο εις τα θηρία, δια να τον κατασπαράξουν. Το γεγονός αυτό διεδόθη εις ολόκληρον την πόλιν. Όλοι έτρεξαν δια να ιδούν τον ωραιότατον και ευγενή νέον που προετίμησε να ριφθή εις τα θηρία παρά να θυσιάση εις τα αναίσθητα είδωλα.
Συνεκεντρώθη λοιπόν μεγάλο πλήθος εις το θέατρον και ο βασιλεύς εκάθισε εις υψηλήν εξέδραν. Έδωσε την διαταγήν, και αμέσως οι υπηρέται έ­συραν τον άγιον δια να τον ρίξουν εις τα άγρια θηρία. Ο άγιος με τόλμην και θάρρος επροχώρησε, επειδή είχε προστάτην και βοηθόν τον Χριστόν.
Οι υπηρέται έρριξαν τον άγιον εις τον τόπον που τους ώρισαν, και απελευθέρωσαν όλα τα θη­ρία. Όλοι επερίμεναν να ίδουν τον Παντολέοντα να κατασπαράσσεται και να καταβροχθίζεται από τα πεινασμένα και άγρια θηρία. Η κακία των ανθρώ­πων εκείνων είχε ξεπεράσει και την αγνωσίαν των αλόγων ζώων, διότι δεν επροσκυνούσαν τον αληθινόν Θεόν και ετιμωρούσαν, όσους επίστευαν εις Αυ­τόν, με αγριότητες και ωμότητες. Και ο Θεός που μετατρέπει τα πάντα όπως θέλει, οικονόμησε και εδώ ούτως ώστε να φάνουν τα θηρία ήρεμα, και να γίνουν όπως τα λογικά όντα, και μιμηθούν την ημερότητα των ανθρώπων και να γίνουν ακόμη φανεροί μάρτυρες της κακίας των ανθρώπων και της αγαθότητος του θεού.
Τα θηρία επλησίασαν τον άγιον ωσάν λογικά δημιουργήματα με πολλήν ευλάβειαν, εκινούσαν την ουράν των και έγλειφαν τα πόδια του, συναγω­νιζόμενα ποίον θα επήγαινε μπροστά του να τον κολακεύση και να τον προσκύνηση. Και το κάθε θηρίον δεν έφευγε από κοντά του εάν δεν άπλωνε το χέρι του δια να το ευλόγηση.
Το πλήθος σαν είδε αυτό το θαύμα εξεπλάγη. Όλοι μ' ένα στόμα εφώναζαν «Μέγας και αψευδής ο Θεός των Χριστιανών, και ας αφεθή ο δίκαιος».
Όταν ο ασύνετος βασιλεύς είδε ότι τα θηρία ηρνήθησαν να εκτελέσουν την προσταγήν του ωργίσθη τόσον πολύ, ώστε διέταξε να τα σκοτώσουν. Επί πολλάς ημέρας εκοίτοντο σκοτωμένα, χωρίς να πλησίαση κανένα πτηνόν από τα σαρκοφάγα δια να τα φάνε. Και αυτό συνέβαινε από τον Θεόν εις ένδειξιν τιμής προς τον Άγιον, δια να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Κατόπιν ο βασιλεύς έ­στειλε ανθρώπους και τα έθαψαν. Ύστερα διέταξε να κατασκευασθή ένας τροχός και αφού τον τοπο­θετήσουν εις χώρον υψηλόν να δέσουν τον άγιον και μετά να κυλήσουν τον τροχόν προς τον κατήφορον, δια να λειώση τον Μάρτυρα. Αυτό βέβαια το εισηγήθησαν εις τον βασιλέα μερικοί τεχνίται εφευρέται της κακίας και ειδικοί εις το να βλάπτουν τους άλ­λους.
Αλλ' ο φιλάνθρωπος Κύριος προστάτης των πι­στών δούλων Του, επενέβη πάλιν εις την κατάλληλον στιγμήν, κατά την οποίαν θα άφηναν τον φοβερόν εκείνον τροχόν να κυλήση μαζί με τον Μάρτυρα που ήτο δεμένος εις αυτόν. Το φρικτό θέαμα έτρε­ξαν να το ίδουν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως.
Άφησαν λοιπόν τον τροχόν να κυλήση οι υ­πεύθυνοι. Τότε προς έκπληξιν όλων, τα δεσμά ελύθησαν και ο τροχός έφυγε μόνος του και επλήγωσε και εθανάτωσε πολλούς από τους απίστους. Ο Άγιος έστεκε σώος δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Ο βασιλεύς που εξεπλάγη βλέπων τα όσα συνέ­βησαν εκάλεσε τον Παντολέοντα και του είπε: «Έ­ως πότε θα κάνης τέτοια υπερφυσικά πράγματα και άλλους μεν ανθρώπους της βασιλείας μου να θανατώνης και άλλους να τους κάνης εχθρούς των θεών και της βασιλείας μου; Ειπέ μας από πού εδιδάχθης τον Χριστιανισμόν;» Και ο άγιος ωμολόγησε την αλήθειαν και έφανέρωσε τον άγιον Ερμόλαον, επειδή εκρινεν ότι ένας τέτοιος θησαυρός δεν έπρεπε να μείνη κρυμμένος, αλλά έπρεπε να φανερωθή, δια να ωφελήση πολλούς.
Έδωσε διαταγήν ο Μαξιμιανός να τους δείξη ο Παντολέων τον τόπον όπου διέμενε ο Ερμόλαος. Και ο άγιος υπήκουσε μετά χαράς, επειδή εγνώριζεν ότι ο Ερμόλαος θα έφερνε με το μέρος του και άλλους εις την ευσέβειαν. Ήξερε πολύ καλά ότι ο άγιος Ερμόλαος διέθετε ωραίον λόγον και σύνεσιν και ήτο ικανός να ελκύση και να διδάξη τους βαρβάρους, όπως πιστεύσουν εις τον αληθινόν Θεόν.
Συνοδευόμενος λοιπόν ο άγιος Παντολέων από τρεις στρατιώτας που τον εφρουρούσαν, έφθασε εις την οικίαν όπου εκρύπτετο ο Ερμόλαος. Εκτύπησε την θύραν, και εβγήκεν έξω ο άγιος Ερμόλαος, ο οποίος είπε εις τον Παντολέοντα. «Πώς ήλθες μέχρις εδώ τέκνον μου;» Και εκείνος απήντησε: «Σε καλεί ο βασιλεύς, Κύριέ μου, και θέλει να πας προς αυτόν». Και ο Ερμόλαος πάλιν είπε: «Εγώ το ξέ­ρω, ότι επλησίασεν η ώρα μου ν' αποθάνω, δια το όνομα του Χριστού μου, επειδή μου το εφανέρωσε και μου το απεκάλυψε με όραμα που είδα αυτήν την νύκτα».
Οι στρατιώται συνέλαβαν τον Ερμόλαον και άλλους δύο χριστιανούς που ευρίσκοντο μαζί του. Όταν ωδηγήθη ενώπιον του βασιλέως και ηρωτήθη πώς ωνομάζετο και εάν είχε μαζί του και άλλους χριστιανούς, ο άγιος Ερμόλαος απήντησε, με την αλήθειαν που τον διέκρινε, ως εξής: «Το όνομά μου είναι Ερμόλαος. Έχω μαζί μου και άλλους δυο χριστιανούς τον Ερμοκράτην και τον Έρμιππον». Τότε διέταξε να τους οδηγήσουν και αυτούς ενώ­πιόν του. Αφού παρουσιάσθησαν τους ηρώτησε: «Εσείς είσθε που παρεπλανήσατε τον Παντολέοντα και ηρνήθη τους θεούς;» Και εκείνοι γεμάτοι τόλμην και θάρρος απήντησαν: Ο Χριστός καλεί κον­τά Του τους αξίους». Ο βασιλεύς τότε τους είπε: «Να αφήσετε τους ανόητους και ανωφελείς λόγους σας κατά μέρος, και να με ακούσετε. Συμβουλεύσα­τε τον Παντολέοντα να θυσιάση εις τους αθανά­τους θεούς, εάν θέλετε βέβαια να σας έχω φίλους, και υπόσχομαι να σας δώσω αμέτρητα δώρα και αξιώματα». Και εκείνοι απήντησαν. «Μη γένοιτο να συμβουλεύσωμεν κάποιον να χάση την ψυχήν του. Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχομεν μίαν ασάλευτον γνώμην. Και καλύτερον ν' αποθάνωμεν με χίλιους θανάτους και με διάφορα βασανιστήρια, παρά να προσκυνήσουμε τα κωφά και αναίσθητα είδωλα». Και όταν ετελείωσαν τα λόγια των αυτά έστρεψαν τα μάτια προς τον ουρανόν και προσηυχήθησαν εις τον Κύριον να τους προστατεύση από τας παγίδας του δαίμονος. Ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν των, και τους εφανερώθη και τους ενδυνάμωσε. Α­μέσως έγινε μεγάλος σεισμός εις εκείνον τον τόπον. Ο δε Μαξιμιανός έχων ταραγμένον νουν είπε: «Βλέπετε οι θεοί ωργίσθησαν εξ αιτίας σας και έ­καμαν σεισμόν». Και του απεκρίθη ο άγιος Ερμόλαος. «Αλλ' εάν συμβή να πέσουν κάτω οι θεοί σου τι θα είπης;» Προτού τελείωση τον λόγον του, έφθα-σεν ένας υπηρέτης του παλατιού και είπεν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, ήλθα να σου αναφέρω ότι οι θεοί έπεσαν κάτω και συνετρίβησαν». Οι τρεις Χριστιανοί εγέλασαν και εχλεύασαν τους φοβερούς θεούς που έσεισαν την γην και μετά συνετρίβησαν! Ο ασεβής τύραννος έγινε περισσότερον σκοτεινός όπως εκείνοι που τους πονούν τα μάτια και δεν η­μπορούν να ίδουν τον ήλιον.
Ετιμώρησε τους τρεις μάρτυρες με διάφορα βασανιστήρια. Αφού διεπίστωσεν ότι δεν επρόκειτο να τους πείση και να υποχωρήσουν, έδωσε εντολήν και τους απεκεφάλισαν. Τα λείψανά των τα επήραν Χριστιανοί μυστικά, και τα έθαψαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν.
Τον Παντολέοντα τον ωδήγησαν και πάλιν, κα­τόπιν διαταγής, εις τον βασιλέα. Όταν παρουσιάσθη, ο βασιλεύς του είπε: «Μάθε ότι ο διδάσκαλός σου Ερμόλαος και η συνοδεία του αντελήφθησαν το συμφέρον των και εθυσίασαν εις τους θεούς. Και εγώ ως ανταμοιβήν των τους ετίμησα όπως έπρεπε και τους έκανα πρώτους εις το παλάτι.
Εάν τους μιμηθής και εσύ, θα διαπίστωσης πό­σον πάλιν τιμώ και επιβραβεύω εκείνους που υπα­κούουν. Ει δ' άλλως αν επιμένης να μην θυσιάσης εις τα είδωλα, θα εξακρίβωσης πόσο σκληρά τιμω­ρώ τους παρηκόους και τους υπερόπτας. Λοιπόν εάν παρακούσης δεν θα γλυτώσης από τα χέρια μου, και μάλιστα εντός της σήμερον θα θανατωθής με φοβερόν θάνατον. Ο Μάρτυς του Χριστού, μόλις ετελείωσε ο βασιλεύς τους λόγους του αυτούς, φω­τισθείς υπό του Αγίου Πνεύματος αντελήφθη την δολιότητα και πανουργίαν του βασιλέως και τον ηρώτησε πού ευρίσκοντο οι τρεις που εθυσίασαν εις τα είδωλα! Και ο μιαρός βασιλεύς είπε προς τον Παντολέοντα. «Δεν είναι εδώ τώρα. Τους έστειλα δια κάποιαν υπηρεσίαν εις την πόλιν». Και ο Άγι­ος τότε του είπεν. «Αν και είσαι φίλος του ψεύδους, τώρα είπες την αλήθειαν, διότι τώρα αυτοί ευρί­σκονται εις τους ουρανούς, εις την πόλιν της άνω Ιερουσαλήμ και χαίρονται».
Όταν λοιπόν είδε ο ανόητος βασιλεύς ότι δεν ημπορούσε να πείση τον Παντολέοντα ούτε με κολα­κείας ούτε με δωρεάς, ούτε με απειλάς ούτε με άλλας τιμωρίας, διέταξε, επειδή έγινε έξω φρενών, να δείρουν τον άγιον δια να ικανοποιηθή η μοχθηρία του και ο θυμός του. Εν συνεχεία εξέδωσε απόφασιν να τον αποκεφαλίσουν και το λείψανόν του να το ρίξουν εις την φωτιάν να το κάψουν.
Το τέλος του αγίου.
Οι στρατιώται οδήγησαν τον άγιον εις τον τό­πον της εκτελέσεως. Καθ' οδόν επειδή εγνώριζε ότι επρόκειτο να ησυχάση από την ταλαιπωρίαν και την θλίψιν, έψαλλε χαίρων. «Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου. Και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι» και εσυνέχισε τον ψαλμόν αυτόν. Και πάλιν συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Ενώ έδεσαν τον άγιον εις μίαν ελαίαν και ο δήμιος κατέβασε το ξίφος να τον απο­κεφάλιση ω του θαύματος! η κόψις του ξίφους εγύρισε και ελύγισε όπως το κερί. Οι στρατιώται ετρόμαξαν πολύ από το γεγονός αυτό και έπεσαν εις την γην λέγοντες: «Πιστεύομεν ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και σε παρακαλούμεν να μην μας εναντιωθής. Συγχώρησέ μας και κάνε δέησιν προς τον Θεόν δια να δεχθή την μετάνοιάν μας».
Ο Άγιος τότε τους ήκουσε και προσηυχήθη θερμώς εις τον Κύριον και δι' αυτούς. Αμέσως μετά την προσευχήν ηκούσθη φωνή από τον ουρανόν, η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη ήδη η προσευχή σου και όλα όσα εζήτησες θα γίνουν. Από τώρα δεν θα ονομάζεσαι Παντολέων αλλά Παντελεήμων, διότι όσοι θα επικαλούνται τ' όνομά σου δια των πρεσβει­ών σου θα ευρίσκουν ευσπλαγχνίαν και έλεος». Μό­λις ήκουσε την φωνήν ο άγιος αντελήφθη ποίων χα­ρισμάτων ηξιώθη και ετιμήθη παρά του Κυρίου.
Τότε ενεθάρρυνε τους στρατιώτας να μην φοβη­θούν και να εκτελέσουν την διαταγήν. Εκείνοι πά­λιν δεν ετολμούσαν, επειδή εξηκρίβωσαν την δύναμιν του Χριστού. Ο άγιος Παντελεήμων τους εξηνάγκασε να εκτελέσουν την απόφασιν του τυράννου. Εκείνοι, επειδή δεν ήθελαν να παρακούσουν τον Άγιον, αφού τον κατεφίλησαν, και έδειξαν την αγάπην και την ευλάβειάν των, του έκοψαν την τιμίαν κεφαλήν την 27ην Ιουλίου του έτους 304.
Ο Θεός επειδή ήθελε να δοξάση τον άγιον Παντελεήμονα, έκανε και άλλα πολλά θαύματα. Το δένδρον της ελαίας εις το οποίον «εδέθη ο άγιος ήτο ξηρόν. Αμέσως όμως εβλάστησε και εκαρποφόρησε. Ο βασιλεύς μάλιστα σαν έμαθε αυτό το γε­γονός διέταξε να κόψουν την ελαίαν.
Διέταξε ωσαύ­τως να κατακαύσουν το σώμα του Αγίου.
Οι στρατιώται όμως εμιμήθησαν τους Μάγους που δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην. Αυτοί λοιπόν διέφυγαν και διεκήρυτταν παντού τον Χριστόν και όλα τα θαύματα του Θεού.
Το δε λείψανον του Αγίου μερικοί Χριστιανοί το επήραν και μ' ευλάβειαν το έθαψαν με μύρα και θυμιάματα εις ένα τόπον έξω της πόλεως που ωνομάζετο του Σχολαστικού Αδαμαντίνου.
Αυτό είναι το μαρτύριον του ιαματικού Παντε­λεήμονος. Η μνήμη του εορτάζεται την 27ην Ιου­λίου.
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ» 

Δεν υπάρχουν σχόλια: