Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Προσκύνημα Καρδιάς στην Καρδιά του Αγίου Όρους

Ευχαριστούμε για την αποστολή αυτού του όμορφου κειμένου, προσκυνηματική καταγραφή στο Άγιον Όρος, στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων. 

Μετά από τον φόρτο της μικρής Σαρακοστής του Δεκαπενταυγούστου το έφερε ο θεός και έσπρωξε για ένα προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Διψούσε η καρδιά για μια πνευματική ανανέωση και δύναμη. Ένα εσωτερικό κυνηγητό και φυγή από τον κόσμο οδηγούσε τα βήματα προς την έρημο του Αγίου Όρους, εκεί που ο πολύς κόσμος αποφεύγει να καταφύγει… εκεί που η ησυχία και η αμεριμνησία είναι μόνιμος τρόπος ζωής… εκεί που ο ουρανός ενώνεται με την γη… εκεί που οι κορυφές του Άθωνα ενώνονται με τις καρδιές των νηπτικών πατέρων που ζουν αενάως προσευχόμενοι σε ένα εσωτερικό άγγιγμα του ουρανού…εκεί που δεν υπάρχει μέρα και νύχτα αλλά μια διαρκής προσευχή κάτω από τον ήλιο Χριστό...εκεί που η ζωή δεν έχει αρχή και τέλος, εκεί που τα ρολόγια και οι ημερομηνίες και οι ημέρες καταργούνται και η ζωή μαζί με τον άναρχο Θεό γίνεται ένα μόνιμο προσευχητικό παρόν…εκεί που η διακονία της αγάπης στους αδελφούς γίνεται μια άλλη προσευχή που περνά μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια του Άθωνα προς τον ουρανό… εκεί που ο λόγος είναι έργο καρδιάς, ‘’είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα προς δόξαν Θεού ποιείτε’’. (Α’ Κορινθ. 10,31)

Πέμπτη

Πρωί στις έξι και μισή το πλοίο έφυγε από την Ουρανούπολη. Πλέει κατ’ ευθείαν προς την Δάφνη, το λιμάνι του Αγίου Όρους. Από μακριά φαίνονται τα Μοναστήρια φυτεμένα στους πρόποδες των βουνών, μέσα στα βράχια, κοντά στην θάλασσα να τα γλυκαίνει με το κύμα της. Μια συγκίνηση και ένα κλάμα κατέκλυσε την καρδιά. Αναλογίζεται τον εαυτό της και το έργο του Θεού και κατανύσσεται.. .μόνη, και σκέφτεται, και προσεύχεται... έλεγε λόγια, παρακαλούσε το Θεό να μιλήσει για την ζωή και νέους δρόμους να ανοίξει...να συνειδητοποιήσει τα λάθη και την αναξιότητα... να διδαχθεί και να βρει την αληθινή ταπείνωση. Ο προορισμός ήταν κατ’ ευθείαν για την Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, που βρίσκεται στο άκρον του Άθωνα μέσα στην έρημο και την ησυχία. Εκεί ησυχάζουν γέροντες πνευματικοί, που στο πρόσωπο τους προσβλέπεις τον αληθή λόγο και την έκφραση του Θεού...εκεί είναι για να ακούς και να ζεις και να προσεύχεσαι… κουράστηκε η ψυχή να είναι μόνιμα δάσκαλος στους άλλους… επί τέλους ταπεινά σαν μαθητούδι… κάτω από την γλυκεία ταπείνωση.
Μόλις φάνηκε η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, το ρωσικό Μοναστήρι... Μετά από την Δάφνη, το λιμάνι του Αγίου Όρους, διέπλευσε το πλοίο κάτω από τα μεγαλόπρεπα Μοναστήρια της Σιμωνόπετρας και της Γρηγορίου. Μπροστά από θαλάσσης και μέσα από την θάλασσα πάνω στα βράχια ξεπρόβαλλε η Ιερά Μονή Διονυσίου όπου δυνατή η θύμηση των νεανικών χρόνων ξεσήκωσε την καρδιά… μικρός οδηγούμενος από τον σεβαστό πατέρα…θέλγητρο μεγάλο κι ακατάσχετο να γίνεις μοναχός εκεί...η σκέψη άρχισε να περπατά όλα τα εκκλησάκια της Μονής, εκεί που δεκαεφτά χρονών περιδιάβαινε και προσευχόταν και έκανε τις μετάνοιες και φιλούσε τις εικόνες και τα καντήλια γλύκαιναν σαν φως ουράνιο την καρδιά… μπροστά σαν ζωντανός εμφανίστηκε η μορφή του μακαριστού αγίου γέροντος Γαβριήλ... να ψέλνει με την βροντερή του φωνή...ήταν Πάσχα τότε...ακουγόταν να μιλά γλυκά και ήρεμα και να νουθετεί…να μιλά για την Ιερωσύνη… ένας μικρός τότε έφηβος του ζητούσε εν αφελεία ΄΄συμμαρτυρία’’ για να γίνει ιερέας… του έδινε την ευχή και του έκανε προσευχή και τον ενίσχυε στην ουράνια αυτή κλήση… και είχε τόση αγάπη και καταδεκτικότητα και γλυκύτητα ο γέροντας ηγούμενος… κειμήλιο ιερό η ευχή του για το έργο του Θεού… τόσο πολύτιμη… πήραν τα δάκρυα να νοτίζουν την καρδιά… φαινόταν τα κοιμητήρια της Μονής όπου αναπαύεται… και η καρδιά χαιρετούσε με συγκίνηση και αποζητούσε την ευχή του και την αγάπη του από εκεί ψηλά, τόσο ψηλά...
Φάνηκε η Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου...θύμηση ζωντανή στην καρδιά η ευγένεια των μοναχών… και η απερίγραπτη χαρά τους, η πεπληρωμένη… το πέρασμα μιας Μεγάλης Εβδομάδος και Πάσχα εν μέσω της μοναχικής αυτής αδελφότητος... Nέα Σκήτη, Αγία Άννα, τόποι άγιοι στο διάβα τους, κελιά παντού, θυσιαστήρια λατρείας Θεού ζώντος, καρδιές καλογέρων καιόμενες σε μια προσευχητική διακονία... ξεπρόβαλαν τα φρικτά Καρούλια με τα ησυχαστήρια κρεμασμένα σαν φωλιές πάνω στα βράχια με υποπόδιο την άβυσσο της θαλάσσης, σαν πτηνά του θεού ησυχάζοντες πάνω στις πέτρες, ως στρουθία μονάζοντα άδοντες εν τη καρδία τω Θεώ… και η σκήτη των Δανιηλαίων με την ευγένεια των καλλίφωνων μοναχών της...
Το πλοίο προσαράζει στο λιμάνι της Ιεράς Σκήτης των Καυσοκαλυβίων... η ανάβαση περίπου τρία τέταρτα μέχρι το Κυριακό...ανεβαίνοντας μέσα στην ζέστη και με γρήγορο βήμα για να φτάσει η καρδιά στον ποθούμενο τόπο βλέπει απέναντι το απέραντο γαλάζιο και τις πράσινες πλαγιές να κατεβαίνουν στην βραχώδη θάλασσα... χρόνια πολλά η θύμηση του αγίου αυτού τόπου… μετά από την πρώτη ανάβαση από το λιμάνι και πάνω στον αυχένα ξεπρόβαλλε η Σκήτη σε δύο πλαγιές, που χωρίζονταν από το ποταμάκι της που πήγαζε από τον Άθωνα. Απ’ την μια και την άλλη μεριά φυτεμένα σαν καλλιέλαιοι όλα τα ασκητήρια με τις αυλές τους και τα μποστάνια και τις κληματαριές τους και με τις δάφνες να μοσχοβολούν όλο τον τόπο, λες και ένα μόνιμο θυμίαμα συνόδευε τις προσευχές των ησυχαστών… ήταν η καρδιά της ερήμου του αγίου Όρους, που η σιωπή και η μοναξιά είναι η μόνη σίγουρη κατάσταση… δύσκολες υπομονές και επιμονές στην άσκηση… ησυχαστές έγκλειστοι από το 1938 και εντεύθεν, εξαγιασμένες μορφές δοσμένες στον Θεό. Στο κέντρο της Σκήτης διακρίνονταν ο κεντρικός Ναός, το Κυριακό, που δέσποζε σ’ όλο τον χώρο και σαν να κατέβαζε τον Άθωνα στην γη και ένωνε τις δυο πλαγιές. Ένας τεράστιος περίβολος αγκάλιαζε τον χώρο της Εκκλησίας, όπου υπήρχε το κτήριο φιλοξενίας των προσκυνητών… ο ιδρώτας αυλάκωνε το πρόσωπο, αλλά η χαρά ήταν απερίγραπτη… μια ευωδία ειρήνης καρδιάς και ένα άγγιγμα χεριού Θεού, χάδι ουράνιας χειρός γινόταν αισθητό… εκεί αγίασαν ο Άγιος Ακάκιος και ο Άγιος Μάξιμος οι Καυσοκαλυβίται, ο ένας ζώντας μέσα σε μια σπηλιά σαν στρουθίο και ο άλλος ζώντας την ανεστιότητα και την ξενιτεία, καίγοντας κάθε φορά την καλύβη του και ζώντας από τόπο σε τόπο σαν αγρίμι του λόγγου για να προκαλεί τον Θεό να τον φροντίζει με την παρουσία Του. Τόπος της νήψεως τα Καυσοκάλυβα, από παράδοση τόπος ησυχασμού και αποταγής όλων των γήινων. Τόπος υπέρλογης λογικής.
Πρώτος χαιρετισμός στον πάτερ Γαβριήλ, γέροντα άνω των ενενήντα χρονών… η ευγένεια και η αγάπη εκφραστική… απόμεινε μια λέξη του να ηχεί δυνατά στην καρδιά ''είμαστε ξενιτεμένοι''...
Ακολούθησε η συνάντηση με τον γέροντα πνευματικό μέσα στο ασκητήριο του, στο βασίλειο της απλότητας και της ξενιτείας του και της ελεύθερης καρδιάς του. Ένας χώρος θαυμαστός μπαίνοντας… το χαγιάτι είναι και η ημιυπαίθρια κουζίνα με το πλυσταριό και τα κουζινικά και την μαγειρική κουζίνα με αέριο, καθώς και τα εποχιακά είδη μαναβικής απλωμένα εντεύθεν και εντεύθεν για δική του χρήση και για διάθεση... όλα είναι διαθέσιμα στον καθένα που ζητά... μόνιμη προσφορά αγάπης… για τους αδελφούς...τον γνωρίζουν πολλοί και τον αγαπούν και τον στέλνουν διάφορα αγαθά. Τα διαθέτει ποικιλοτρόπως και στους αδελφούς συγκελιώτες και στους εργάτες, που παίρνουν μερικές φορές και χωρίς να ρωτήσουν. Δεν του κακοφαίνεται, αφού δεν είναι δικά του αλλά ολονών. Μόνο την ειλικρίνεια και την τιμιότητα αποζητά για να είναι και αυτός και οι αδελφοί απέναντι στον Θεό καθαροί. Το κελί του στον κάτω όροφο έχει το εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάσαφ και είναι πρόσφατα ανακαινισμένο. Ο επάνω όροφος έχει τέσσερα δωμάτια, το ένα δικό του και τα άλλα για φιλοξενία. Το μπαλκόνι είναι απλωμένο σε μια θέα προς το Αιγαίο, ατέλειωτη θάλασσα, όπου σε καθάριο ορίζοντα φαίνεται το Πήλιο, η Σκόπελος και η Μεγάλη Παναγιά. Πιο κάτω είναι το κελί του παπαΜάξιμου και πιο εκεί του πατρός Συμεών, πιο πάνω του γέροντα Γαβριήλ μια γειτονιά αδελφική με σπίτια που σήμερα είναι δικό σου, αύριο του άλλου και τελικά κανενός και όλοι κλήρος Θεού. Ένα χωριό του Θεού που ο ένας έχει την έγνοια και την αγάπη του άλλου, αλλά και που είναι και μόνοι με τον Έναν, τον Μόνον, τον Χριστό. Τα δωμάτια είναι στενά, όσο να χωράς αλλά εκεί αυτό που μετρά είναι το πλάτεμα της καρδιάς και της αγάπης και της προσευχής.
Ο γέροντας μαγείρεψε απλά για να ξεκουράσει την πείνα. Ζητά την βοήθεια στο μαγείρεμα με καταδεκτικότητα και διδακτικότητα απλή. Έστρωσε τραπέζι και ευλογήθηκε το ψωμί...εδώ δεν κοιτάς την πλήρη καθαριότητα, εδώ ζεις απλά μια μόνιμη ξενιτεία και άρνηση περιττής φροντίδας και πολυτέλειας... έχει απ' όλα να δώσει και νοικοκυρεμένα. Η απλότητα απλώνεται παντού. Δεν είναι το σπίτι της πόλης που έχει τις ανέσεις με τα πλυντήρια και τα απαστράπτοντα μάρμαρα και τα καθάρια τραπέζια και τα σερβίτσια και τα πετσετάκια και… εδώ βασιλεύει η απλότητα και η λιτότητα και η απόρριψη κάθε ανέσεως. Εδώ υπάρχει η εκούσια άσκηση και απάρνηση του κοσμικού φρονήματος. Βάζει την ποδιά και υπηρετεί με τα ευλογημένα χέρια του. Μπορεί να πονούν τα πρησμένα πόδια του και να δυσκολεύεται στην δουλειά, αλλά δεν γογγύζει ούτε και παραπονιέται, εργάζεται την αγάπη. Μια ιλαρότητα απλώνεται στο πρόσωπο του και συνεχώς έχει λόγο να πει άγιο, σαν ένα μοίρασμα για τον εαυτό του και τον διπλανό του. Δεν κάνει τον δάσκαλο, ούτε και τον πολύξερο, αλλά μιλά εμπειρικά, απ’ αυτά που ζει και έζησε κοντά σε γεροντάδες και που ο κόπος και η θλίψη των ασθενειών του έμαθε. Κάθεται κανείς και ακούει. Είναι το διαρκώς στρωμένο τραπέζι. Τα εσωτερικά πάθη της καρδιάς, έλεγε, αναστατώνουν όλους μας. Ο χειρότερος εχθρός είναι το ίδιον θέλημα και ο εγωισμός του ανθρώπου. Όλα μέσα εδώ στην καρδιά συμβαίνουν-και έκανε με το χέρι του έναν κύκλο πάνω από την καρδιά του- και από εδώ βγαίνουν και εκβράζονται είτε οι κακίες μας, είτε οι αγάπες μας. Η ταπείνωση και η υπομονή στους αδελφούς μας είναι η μεγάλη αρετή που κάθεται στην καρδιά μετά από την προσευχή και την σιωπή. Δύσκολα θα βρεις ανθρώπους να λένε ‘’ευλόγησον’’ και να ταπεινώνονται και να σβήνουν τα μαλώματα και να φέρνουν την ειρήνη και να ζητούν συγχώρηση. Η βαρυγκώμια και η γκρίνια και η κρίση είναι η χειρότερη αμαρτία, που την σιχαίνεται ο Θεός. Οι μοναχοί και οι ιερείς είναι ταγμένοι στην μεγάλη διακονία της παρηγοριάς των αδελφών και είναι το πρώτο έργο τους. Ο Απ. Παύλος το είπε να μη ζητούμε τα του εαυτού μας αλλά τα του άλλου. Όταν χτίζουμε γύρω μας τις πολυτέλειες για να περνούμε καλά και να έχουμε ανέσεις τότε γινόμαστε εγωιστές, κλεινόμαστε στον εαυτό μας και χάνουμε τον στόχο μας και τον δρόμο μας, που είναι ο ουρανός και η κατοικία μας ο Παράδεισος. Τι πιο χαζό να αρέσουμε στους ανθρώπους και να έχουμε την καλή γνώμη τους και τους επαίνους των… αυτά μας καταστρέφουν.
Ο γέροντας είναι ένας γλυκύς άνθρωπος του Θεού με μια ευγένεια ψυχής και ένα γνήσιο αριστοκρατικό πνεύμα αγάπης, που εθελούσια ζει σε μια ξενιτεία και αμεριμνησία. Είναι ο ’’εύτακτος εν αταξίαις σαλός’’ καθώς το λέγει ένας φωτισμένος ασκητικός πατέρας. Δεν αγαπά τα μεγαλεία και την δόξα, αντιθέτως με επιμέλεια και ταπεινοφροσύνη προσπαθεί να προκαλέσει την απομάκρυνση και την φυγή των άλλων με το να κρατά απεριποίητο το κελί του. Αυτός που έχει κοσμικό φρόνημα βλέπει την απλότητα τα παλιά στοιβαγμένα αντικείμενα και φεύγει σκανδαλισμένος μονολογώντας για την ακαταστασία, τρομάζοντας και επιτιμώντας για τις ελλείψεις των ανέσεων του σπιτιού του. Ένας αρχοντάνθρωπος ζει την εκούσια ακαταστασία σαν μια αναγκαία προϋπόθεση για την νήψη της καρδιάς και την αδιάλειπτη προσευχή. Δεν τον ένοιαξε ποτέ να δείξει ένα φτιαχτό καθωσπρέπει πρόσωπο. Πολύ γλυκά και χωρίς παράπονο μειδιά και λέγει πώς τον κατηγορούν για ακατάστατο μοναχό. Κι εκείνοι που κοιτούν πιο βαθιά μέσα του ανακαλύπτουν την καρδιά ενός μικρού παιδιού, που ζει την εκούσια εγκατάλειψη του εαυτού του και την περιφρόνηση των ανέσεων για να τον επισκέπτεται η χάρις του Θεού και να χαίρεται την εσωτερική ενόραση. Και όσο πιο πολύ εγκαταλείπει την γη τόσο πιο πολύ τον επισκέπτεται ο ουρανός. Δεν είναι ο καημενούλης καλόγερος που βρίσκεται σε φτώχεια, αλλά ο εκούσια φτωχός του Θεού για τον εαυτό του, πλούσιος όμως για τους άλλους. Αρνείται επιμόνως την άνεση σαν μια αναγκαία βάση της ησυχαστικής νηπτικής ζωής… σαν μια συνέχεια της καυσοκαλυβίτικης παράδοσης, που άφησε ο τοπικός Άγιος Μάξιμος. Ο γέροντας την έχει καμένη την καλύβη του στ’ αλήθεια. Σαν τα πουλιά που τα τρέφει ο θεός και τα φροντίζει ο Θεός. Και η καρδιά του καιόμενη στον Θεό, πλούσιος από την αγάπη του. ‘’ Όπου ο θησαυρός, εκεί και η καρδία ημών ’’. Και η καρδιά του ήταν μέσα στο θησαυροφυλάκιο του Θεού. Και έβλεπες αυτήν την ανεστιότητα και ζήλευες να μπεις και συ να ζήσεις μ’ αυτόν τον τρόπο της αυτοεγκατάλειψης και της προσευχής… και πάλευες… και κοντράριζες στην καλομάθεια του εαυτού σου και στο ίδιον θέλημα…
Φαγητό κάνει πιο πολύ πάντοτε για όλους και για τα γατάκια που μαζεύονται λόγω της αγάπης του απ’ όλη την Σκήτη... τ' αγαπά και έχει στρωμένο φαΐ μόνιμο στην τραπεζαρία του...το λαδάκι της κονσέρβας το έριξε στα ψωμάκια για να το φάνε πιο νόστιμο...να μη πετιέται τίποτα... η έγνοια και η αγάπη και για τα πουλιά... να φάνε κι αυτά. Είναι μέρες που μαγειρεύει μόνο γι’ αυτά. Τις προάλλες βρήκε δύο γατάκια εγκαταλελειμμένα στην πόρτα του και με απλότητα τα προσκαλούσε λέγοντας ΄΄ελάτε και εσείς στην οικογένεια μας, όλοι χωράμε’’. Και έλεγε το ρητό από τις Παροιμίες του Σολομώντος ''δίκαιος οικτίρει ψυχάς κτηνών αυτού’’(Παροιμ. 12,10). Κάθεσαι να φας με μια καρδιά Μοναχού που αγαπά τον Θεό, τους ανθρώπους, τα ζώα, όλη την κτίση. Δεν είναι αρρωστημένη ζωοφιλία, αλλά μια αγάπη καθαρή που μέσα απ΄ αυτήν βλέπει την παρουσία του Θεού… στα πόδια σου τρέχουν τα γατάκια και μιλούν με τον τρόπο τους για την αγάπη του Θεού. Κοιτάς τα ζώα αυτά και καταλαβαίνεις πως η γλυκύτητα ενός ησυχαστού και η προσευχή του τα προσδίδει μια άλλη ηρεμία και συμφιλίωση…έμοιαζαν το αφεντικό τους… θύμιζαν Παράδεισο. Μια ουράνια συμφιλίωση ανθρώπου και φύσεως.
Ήρθαν κάποιοι προσκυνητές να εξομολογηθούν και ένας μοναχός για να ζητήσει ζαρζαβατικά... με χαρά, διαθέσιμος και πάντα χωρίς γκρίνια έκανε το έργο του… αγόγγυστα καθώς τον πρόσταζε ο Θεός. Ήρθε το ταχυδρομείο στο Κυριακό. Κάθε μεσημέρι εργάτες ανεβάζουν όλες τις πραμάτειες και την αλληλογραφία με τα μουλάρια στο κέντρο της Σκήτης. Θέλει κόπο μέσα από τα καλντερίμια για να πάει να το πάρει κάποιος, γίνεται μούσκεμα μέσα στον καύσωνα και στις σιδερόπετρες που καίνε σαν φούρνος.
Ο μεσημεριανός ύπνος ήρθε να φέρει την ανάπαυση στο ταλαίπωρο σαρκίο. Το κινητό τηλέφωνο δεν μπορεί πλέον να χτυπήσει δεν έχει σήμα. Το έκανε κι αυτό ο Θεός έτσι για να έρθει να καθίσει η ησυχία στην καρδιά του ανθρώπου. Στο μπαλκόνι φυσάει αύρα Θεού που δροσίζει το πρόσωπο.
Έγειρε ο ήλιος πίσω από τον Άθωνα και τα πουλιά πήραν να κελαηδούν... βουλιάζουν όλα σε μια ησυχία και απραγία... αρχίζει δειλά η προσευχή… Ακολουθεί κοινωνία λόγου με το γέροντα... μια διδαχή μέσα από τις δικές του εμπειρίες... τα δικά του σοφά μονοπάτια… μόνιμα ο λόγος για την υπακοή και το ίδιον θέλημα... Η ζωή του μια έγνοια γλυκύτητας στην διακονία και στην καρδιακή προσφορά.



Παρασκευή
Όλη η νύχτα κουβαλούσε μια κούραση, απαλός ύπνος με διαλείμματα. Η καρδιά ξυπνούσε το σώμα σε έναν αναμηρυκασμό λόγων και σκέψεων, μαζί με ένα ζύμωμα προσευχής και δακρύων. Όλα ήταν στον Θεό ακουμπισμένα. Ακουγόταν από το δίπλα κελί ο βαθύς αγόγγυστος στεναγμός της προσευχής του γέροντα βγαλμένος από τον πόνο και την σωματική ταλαιπωρία, σαν μια νυχτιάτικη ευχαριστία. Όλο το βράδυ μέχρι αργά προσευχόταν σε μια εσωτερική θεωρία και ενόραση. Εδώ η νύχτα γίνεται ημέρα και φωτίζει με φως Χριστού. Ο χρόνος εισέρχεται στη αιωνιότητα. Ατμόσφαιρα προσευχητική ήταν όλη νύχτα στο ασκητήριο. Έμπαινες στον χορό των αγγέλων χωρίς να το καταλάβεις, σαν το νερό στο αυλάκι που ποτίζει το μποστάνι. Ένα κλάμα καρδιακό ξεπηδούσε με μια προσευχή για το έλεος του Θεού... μια άλλη ζωή εδώ χωρίς τηλέφωνα και έγνοιες και θέματα... άκουγες, άκουγες, έβλεπες και οσφραινόσουν ευωδία Χριστού… τα λόγια του γέροντα...η σκέψη του κι ο λόγος του ποτάμι που δεν το προλαβαίνεις. Το πρωί από τις έξι κινήθηκε και πάλι προσευχητικά. Δεν χτύπησε καμπανάκια ούτε φώναξε για εγερτήριο. Γλυκεία ευγένεια καρδιάς με μια απαλή αβίαστη πρόσκληση για προσευχή...το θυμίαμα γέμισε τα δωμάτια… προσευχητική ευωδία… λίγα λόγια στο Εκκλησάκι με μια ευλαβική κίνηση αγάπης στον Θεό που ευλογά την ημέρα. Έδωκε αγιασμό και αντίδωρο... η προσευχή, η σιωπή, η χαρά της μοναξιάς.
Είναι επιμελής και πρακτικός και νοικοκύρης στην κουζίνα του. Ξεφεύγει από τα γήινα και την προσκόλληση τους και ολα τα ανατάσσει στον Θεό. Δεν πετά τίποτα από τα αγαθά που έρχονται στο κελί του, έχοντας το πάντοτε σαν αρχή του... και τις μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια τα καθαρίζει στα σάπια μέρη των και τα μαγειρεύει. Είναι μια μορφή ταπείνωσης και ευλογίας. ‘’Σάπισε λίγο και το πετάμε σαν τους κοσμικούς στους κάδους των σκουπιδιών’’, έλεγε, ’’είναι μια άσκηση να ζεις σε μια δυσκολία και απλότητα και να τιμάς τα αγαθά του θεού... ’’
Το πρωί έγινε η καθαριότητα στην κουζίνα, κάηκαν τα χαρτιά και τα άχρηστα κουτιά στο βαρέλι... πλύθηκαν κάπως οι χώροι... κι όμως ξαναστρώθηκαν τα φαγητά για τα γατάκια και γύρω-γύρω υπήρχαν τόσα παλαιά πράγματα και παρατημένα από καιρό, σαν ένα συμβολικό τείχος που έψαχνε την ερμηνεία και εξήγηση του. Έβλεπες μια άλλη λογική και μια ιδιοτυπία μοναχικής ζωής. Δεν μπορούσες να εξηγήσεις με την δική σου λογική το τι συνέβαινε. Ένιωθε η καρδιά του επισκέπτη πως αυτά όλα ήταν τα σκουπίδια του εαυτού του. Το όλο σκηνικό των παλαιών και άχρηστων μιλούσε για την αιωνιότητα και την υπέρβαση των γήινων, την ανύψωση του νου στα ουράνια...έβλεπες τα εσωτερικά σου πάθη, τα σκουπίδια του εαυτού σου, που μόνιμα ζουν μέσα σου και σαν φράκτης αποκλείουν την επικοινωνία με τον ουρανό. Εν μέσω παλαιών αντικειμένων με την σχετική ακαθαρσία τους και εν μέσω των συμπαθών γατιών, που ερχόταν για να φάνε από το φιλόξενο γέροντα, ένιωθε κανείς πως ζούσε σε μια αποταγή του κόσμου και της γήινης καλομάθειας και της καθωσπρέπειας και της αριστοκρατίας. Έπρεπε να πατήσεις πάνω σ’ αυτά για να εκτοξευθείς στον ουρανό. ‘’Δεν ήρθαμε στο Όρος για παραθέριση’’, έλεγε, ‘’είναι θέμα καρδιάς η νήψη και τα γήινα αγαθά και η προσκόλληση σ’ αυτά μας απομακρύνουν’’. Μια άλλη λογική, μια κατά Χριστόν σαλότητα, μια εκτροπή από το ωραίο του κόσμου, μια αποταγή της γης και μια ανάληψη στον ουρανό. Πατάς στην γη, αλλά δεν κολλάς πάνω της… βρίσκεσαι αλλού, στον ουρανό.
Το πνεύμα του Θεού, που κατοικεί εκεί στον οίκο αυτό της απλότητας με τις προσευχές, τα κάνει όλα όμορφα και τίποτα δεν ενοχλεί... Είναι ωραιοπάθεια να καθαρίζεις συνεχεία και να μοσχοβολάς και να αρέσεις και να έχεις πρόσωπο θελκτικό και να καυχιέσαι και να δέχεσαι επαίνους. Η συνεχής καθαριότητα δείχνει το μεγάλο κενό και την ανία της ψυχής, που ψάχνει εσωτερική κάθαρση και αλλαγή από την πεζότητα της καθημερινότητας.
Ο γέροντας ζει μια αμεριμνησία και περιφρόνηση του εαυτού του. Βογκά όλη την νύχτα από τους πόνους και προσεύχεται, σαν μια λυτρωτική πρόσκληση και πρόκληση για προσευχή και δύναμη… ''η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται'', έλεγε και ξανάλεγε...σβάρνιζε τα πόδια του και πότιζε τα δένδρα... Όντως είναι μια ακρότητα να μη λυπάται τον εαυτό του, αλλά να βρίσκεται σε μια συνεχή βία της φύσεως του.
Και μαγείρευε για να δώσει χαρά... και μιλά και παίρνεις πολλά. Έλεγε ότι το ίδιον θέλημα υπάρχει και στο φαγητό του ανθρώπου. Τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά που δίνει ο Θεός σε κάθε εποχή είναι ευλογημένα για φαγητό. Αυτό είναι το αληθινά οικολογικό πνεύμα της Ορθοδοξίας. Το κυνηγητό των γεύσεων είναι βρώμικες ορέξεις και εγωισμοί και πολυτέλεια και ίδιον θέλημα. Η αριστοκρατία των ορέξεων και ο εκλεκτισμός στο φαγητό είναι τα πάθη της εποχής. Η ανία και η απελπισία της αμαρτίας και της απιστίας ανοίγει τον δρόμο για φυγή από την πραγματικότητα... και το τσαλαβούτημα με βουλιμία σε καινούργιες γεύσεις προσφέρεται σαν ψευτοπαρηγοριά στις ενοχές.
Έγινε το φαγητό, νόστιμο τουρλού μαγειρεμένο από τα χεριά του.
Έβλεπε κανείς το αγόγγυστο στην διακονία του και την υπακοή του στους αδελφούς. Έκανε υπακοή στο έργο του θεού παρ’ όλη την κούραση του και την συνεχή δουλειά και τα πολλαπλά προβλήματα υγείας. Έβλεπες μια ελευθερία στην καρδιά του και στην αγάπη του, που ξεπερνούσε την σκλαβιά και τα δεσμά του σώματος. Μέσα από την ανθρώπινη αδυναμία ανασταινόταν δύναμη Θεού. Οι άνθρωποι, έλεγε, δημιουργούν εκνευρισμό με την μεγάλη τους απαιτητικότητα. Έχουν τα άγχη τους και τις δυσκολίες τους. Εδώ είναι ο μεγάλος πειρασμός σ’ έναν ιερέα, να κρυφτή και να φύγει για να διευκολύνει την προσωπική του ησυχία και την άνεση. Όμως αυτό είναι μια φυγή από την προσταγή του Θεού και μια άρνηση υπακοής. Στο δίλημμα τι να διαλέξει την προσευχή ή την αγάπη στον αδελφό, το δεύτερο είναι ο μονόδρομος. Όλα τα αφήνει κανείς για την βοήθεια των αδελφών, ακόμη και τον εαυτό του τον παρατάει από τις ανάγκες του για να βρίσκεται παρών στην διακονία… Η συνεχής προσευχή σπάζει τον εγωισμό και βγαίνει ο άνθρωπος από τον εαυτό του και κρατάει την αγάπη και την προσφορά σαν πρώτο έργο. Σήμερα οι χριστιανοί είναι βολεμένοι με την αυτάρκεια τους και δεν γυρίζουν δίπλα τους να δουν τι πόνος και αμαρτία υπάρχει και να σκύψουν με συμπάθεια στον πεσμένο. Ο δρόμος που οδηγεί στον Παράδεισο περνάει μέσα από τους αδελφούς και την αγάπη. Υπομονή και προσευχή χρειάζεται ώστε μέσα στην κούραση και στον κόπο να βρίσκεις την χαρά και την ιλαρότητα και την προθυμία για να ακούς και να παρηγορείς και να προσφέρεις. Αυτό είναι κατάθεση καρδιάς και αγκάλη Θεού. Αυτό είναι το έργο μας και η διακονία μας, έλεγε.
Εδώ στο πρόσωπο ενός ησυχαστού βλέπεις ότι δεν του ενδιαφέρει η εξωτερική εμφάνιση. Η καρδιά είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής και της παρουσίας του θεού, όλα τα άλλα θυμίζουν γη και χώμα. Όλα είναι γη και σποδός και καταλήγουν στη φθορά. Η απλότητα, η περιφρόνηση του ενδύματος και των αναγκών του σώματος δεν είναι εδώ επιτηδευμένα, ώστε πίσω από ένα τριμμένο και λιγδιασμένο ράσο να κρύβεται μια ψεύτικη αγιοσύνη και ταπεινοσχημία. Είναι μια περιφρόνηση του γήινου και κοσμικού που πηγάζει μέσα από μια εργασία της καρδιάς και από μια υπομονή αγάπης και ελπίδος τεραστία. Και, έλεγε, πως μοναχός δεν είναι εκείνος που μιλά και κρίνει τους πάντες... μοναχός είναι εκείνος που γηροκόμησε και γηροκομεί πατέρες χωρίς γκρίνια και με αγάπη πολύ. Τα έλεγε μέσα από μια πρακτική που ο ίδιος αγωνιζόταν και ζούσε. Και το έβλεπες στ’ αλήθεια. Ο γέροντας με χαρά παρατούσε τα πάντα για να υπηρετήσει τους παλιούς και ασθενείς Μοναχούς, τα Γεροντάκια της Σκήτης... πολλές φορές εις βάρος της υγείας του... και τι τον ένοιαζε για την υγεία του… φάρμακο ζωής και δυνάμεως είναι η διακονία των ανήμπορων. Ετοίμαζε το φαγητό και το πήγαινε στο διπλανό κελί… το μαγείρευε με χαρά, όσο πιο νόστιμο μπορούσε να το προσφέρει… λαχταρούσε να πάρει ευχές και προσευχές από έναν γέροντα, πολύτιμη ελπίδα και δύναμη για τις υπομονές της καρδιάς μέσα σ’ αυτήν την έρημο του Αγίου Όρους. Κάποτε έτρεχε με χαρά να πάει το φαγητό και σκόνταψε στις πέτρες, μια και τα πόδια του δεν τον βοηθούν πολύ, και έπεσε στο απότομο καλντερίμι και λιανίστηκε. Αγόγγυστα σήκωσε κι αυτήν την ταπείνωση και τις πληγές, αφού η αγάπη δεν αγανακτεί ούτε και που κουράζεται. Με χαρά μιλά για τις ευχές που έπαιρνε από τον γερο Συμεών που τον ξεπροβόδισε στους ουρανούς. Χαρούμενος πάντα να δίνει, ζει ανάμεσα στους αδελφούς κρατώντας συνάμα την ακεραιότητα του εαυτού του και την πνευματική διάκριση. Πολλές φορές μονολογούσε με στενοχώρια για τους εγωισμούς και το κυνηγητό των πρωτείων και την εξουσιομανία, που σαν πνευματική μάστιγα δεν αφήνει να λειτουργήσει το εκκλησιαστικό και κοινοβιακό πνεύμα.
Το μεσημέρι ο ύπνος ήταν φυσίζωος... η ζεστή πολύ... αλλ’ όμως δροσισμός θεού στην καρδιά ήταν ο λόγος και η προσευχή… η μονολόγιστη ευχή ‘’Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με’’ κινούσε την καρδιά αβίαστα και με μια κρυφή χαρά ... δόξα τω Θεώ.
Το απόγευμα ο δρόμος οδήγησε στο κελί του πάτερ Γεράσιμου. Περνούσε μέσα από το ρέμα, που από παντού έβλεπε κανείς τις δάφνες και τις φυλλωσιές των δένδρων να το καλύπτουν και μια μοσχοβολιά να αναδύουν. Μέσα από τα δένδρα γαλάζιος ο ορίζοντας του ουρανού και της θάλασσας απλώνονταν σε έναν άριστο συνδυασμό πράσινου και μπλε. Ο δρόμος περνούσε μέσα από το Κυριακό, πλάι στην σκάλα του μεγάλου καμπαναριού που δέσποζε σ’ όλη την Σκήτη. Οι καμπάνες σαν χριστουγεννιάτικα στολίδια στεκόταν κρεμασμένες μιλώντας για τους αγγέλους και την αιωνιότητα και για τα εγερτήρια σαλπίσματά τους για εγρήγορση στην λατρεία του Θεού. Από κάτω απ’ αυτές το ξύλινο πληκτρολόγιο για να δίνει το άριστο και εύηχο μέλος στο συναπάντημα των σήμαντρων. Μόνιμοι κρεμαστοί άγγελοι Θεού για να Τον υμνούν σε μια αέναη δοξολογία. Ο δρόμος συνέχιζε με ένα απότομο πέτρινο καλντερίμι, που είχε μπλε αποχρώσεις σαν του ουρανού το χρώμα… σφραγίδα της απεραντοσύνης του θεού το μπλε του ουρανού που χύνονταν πάνω του. Οι πέτρες ανέδυαν την ζεστασιά του ήλιου που τις έκαιγε όλη μέρα. Η κλίμακα των αρετών πλάθονταν μέσα στη σκέψη του προσκυνητή που θέλει κόπο και ελπίδα για να ανέβει. Το σπίτι του πάτερ Γεράσιμου, στον άκρον της Σκήτης, περιέχει έναν καινούριο ναΐσκο. Αντάμωμα με έναν άλλο ασκητή που όλες του τις ώρες τις περνά στην σιωπή και στην προσευχή... λίγα λόγια... με την αγάπη του και με τον τρόπο του. Ο καθένας έχει και την δικιά του ευλογία και χάρη.
Ο δρόμος κατέβαινε πιο εύκολα. Μια ησυχία απλώνεται μέσα στην καρδιά....
Είναι οκτώ και μισή και χτυπούν οι καμπάνες στο Κυριακό. Έχει αγρυπνία για την γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Είναι βράδυ γύρω στις εννιά. Το Κυριακό φωτίστηκε από τα καντήλια και τα κεριά, έξω είναι σκοτεινιά και ο ουρανός σε ένα ιδιαίτερο πανηγύρι χαράς με τα αστέρια και τον γαλαξία που τον φωτίζουν. Οι δύο ουρανοί ενωνόταν με κλίμακα την κάτασπρη κορυφή του Άθωνα, ο Ναός με τα καντήλια του και το στερέωμα με τ’ άστρα του. ‘’Ουρανός πολύφωτος η Εκκλησία ανεδείχθη άπαντας φωταγωγούσα τους πιστούς… ’’ Άρχισε η αγρυπνία... παρακαλεί η καρδιά τον θεό να ευλογεί… θυμάται όλους με αγάπη και χαρά. Εσπερινός, όρθρος, ψαλσίματα άγια και μελωδικά, εκεί μέχρι τις μιάμιση… και μετά, παράλληλα με το Κυριακό, η λατρεία του Θεού συνεχίζεται σ' ένα Κελί του γερο Γαβριήλ που δεν μπορούσε να κινηθεί απ’ τα γεράματα. Εκεί τρεις ψυχές λειτουργούσαν στον θεό με μια απλότητα και πτωχεία. Τα άμφια ήταν λιτά, παλιά, κοντά, στενά και με δυσκολία χωρούσαν τον ιερέα... ήταν ντυμένος με την φτώχεια του Κυρίου, χωρίς την εξωτερική λάμψη των χρυσοποίκιλτων αμφίων, σαν τον μικρό Χριστό όπου τον τύλιξαν με τα σπάργανα στον στάβλο εκεί φτωχικά. Όμως ήταν η ιεροσύνη που κατείχε την καρδιά του και τα φώτιζε και κάλυπτε τα πάντα. Απλά και σύντομα ήταν και τα ψαλσίματα. Θεία κοινωνία... ένιωθε η καρδιά μια χαρά... ένα κλάμα κατάνυξης ξεπήδησε και μια κραυγή ‘’δόξα τω Θεώ’’. Η πείνα της καρδιάς πολλή... χορτασμός από Χριστώ... γεμάτο το Αγιοπότηρο στην κατάλυση γλυκαίνει την ψυχή του ιερέως… ’’τούτο ήψατο των χειλέων μου και τας αμαρτίας μου περικαθαριεί και γλυκανεί την ύπαρξιν μου’’… πλήρωμα χαράς και ευωδίας και δυνάμεως. Τι άλλο να γευτεί πιο μεγάλο;
Επιστροφή πίσω στο κελί μέσα από τα σκοτεινά μονοπάτια της Σκήτης μ’ ένα φακό στα χέρια και τον Χριστό ολοζώντανο και φωτεινό μέσα στην καρδιά... ήταν τέσσερις τα ξημερώματα και η καρδιά δεν άφηνε το σώμα να αποκοιμηθεί, να κλίσει τα μάτια του. Κάθισε στο μπαλκόνι του κελιού και έβλεπε τον ουρανό. Ήταν γεμάτος αστέρια… τα μάτια κοιτούσαν ψηλά και έβλεπαν να ενώνεται η γη με τον ουρανό... φώτιζε παράξενα όλος ο Άθωνας, που εκείνη την ώρα στην κορυφή του τέλειωνε η αγρυπνία με πλήθος πολύ προσκυνητών. Απόμεινε εκεί η καρδιά εκστατική. Ύπνος δεν κολλούσε στα βλέφαρα... τα κύματα ακουγόταν από την θάλασσα καθώς έγλυφαν τα μυτερά απότομα βράχια που στεκόταν ολόρθα κάτω στα πόδια της Σκήτης. Το λίγο φως διέγραφε την παρουσία τους… η απέραντη θάλασσα απλωνόταν σκοτεινή. Ακουγόταν τα γρι-γρι που αγκομαχούσαν τραβώντας τα δίχτυα. Όλη η Σκήτη ησύχαζε. Μόνος απόμεινε να περπατά σιγά-σιγά μέσα στην νύχτα ο γέροντας. Κάνει μισή ώρα για να έρθει από την Εκκλησία... κρεμά με σκοινί ένα φανάρι πετρελαίου από το λαιμό του στο ύψος των ποδιών του για να βλέπει που πατά, παίρνει τα δυο μπαστούνια του και λίγο-λίγο μέσα από ένα μαρτύριο πόνου και δυσκολίας προχωρά... με την προσευχή παραμάσχαλα και τον τορβά με τα άμφια κρεμασμένο σαν σταυρό στον ώμο του, αγόγγυστα και υπομονητικά βαδίζει σιγά-σιγά... δεν βιάζεται. Εδώ ο χρόνος καταργείται και η νύχτα δεν λογιάζεται και τα εμπόδια και οι πέτρες υπερβαίνονται… δεν έχουν ρολόγια να τους τρέχουν ούτε και την βιασύνη και την λύπηση του εαυτού τους να τους τρέχει, ούτε και κάποιον να τους περιμένει, αλλά έχουν τις καρδιές των στο Θεό να τρέχουν. Παντού σε κάθε τόπο και γωνιά και πέτρα και δένδρο είναι ο Θεός που στέκεται και περιμένει και ευλογεί. Παντού ο Χριστός. ’’τα πάντα και εν πάσι Χριστός’’. Εξαγιασμός χρόνου και τόπου. Μια απόσταση πορείας των πέντε λεπτών ο γέροντας την έκανε μισή ώρα και παραπάνω... είναι η λειτουργία μιας αγαθής ψυχής, βία της φύσεως διηνεκής για να ξεχειλίζει με τον πόνο η καρδιά σε προσευχή... άλλη μίση ώρα μέσα στην αιωνιότητα του Θεού. Και η αγάπη σπρώχνει στην υπέρβαση του εαυτού...αγάπη στον Θεό και στους ανθρώπους...μόνιμα σ' ένα φιλότιμο καρδιάς αγαπώσης τον Θεό...

Σάββατο
Επίσκεψη το πρωί στον πάτερ Πατάπιο, σ' ένα κελί πολύ όμορφο στο άλλο άκρον της Σκήτης...μπαλκόνι όντως του Αιγαίου. Εκεί βρίσκεται η σπηλιά του αγίου Ακακίου. Όμορφος ασκητικός τόπος με διάχυτη την ευλογία του Θεού. Τεράστιος ο κόπος των ησυχαστών να διαφυλάξουν και να συντηρήσουν τους αγιότοπους αυτούς. Και η αγάπη περίσσεια εκ καρδίας των που φυλάγουν και συνεχίζουν την παράδοση του Ορθόδοξου Μοναχισμού.
Γυρισμός στην βάση μέσα από το καλντερίμι που έχει θέα την Σκήτη και την γαλήνια θάλασσα. Στο κελί του γέροντα προστέθηκαν σήμερα ως φιλοξενούμενοι δύο νέοι ο Χαράλαμπος και ο Σταύρος. Ο πάτερ είναι ο αληθινά ξενιτεμένος. Χαίρεται τους ανθρώπους και χαρισματικά αντιλαμβάνεται τις ανάγκες των και τους ανοίγει την καρδιά και τους ξεκλειδώνει από την μοναξιά και τον φόβο. Ο λόγος του Θεού βγαλμένος από μια αληθινή αγάπη και πόνο κάνει το έργο του. Αγαπά την φιλοξενία που του στέλνει ο Θεός παρ’ όλο που δυσκολεύεται στις δουλειές… σαν να ζει σε μόνιμη κατασκήνωση Θεού. Είναι πανέξυπνος και ζει με έναν σαρκασμό στην πολυτέλεια και τον καλλωπισμό και την καλοπέραση. Το πόδι του έχει ανοικτή πληγή και δεν λέγει να βγει έξω...με τα τέσσερα ανεβαίνει και κατεβαίνει στο δωμάτιο του. Χρειάζεται άνθρωπο και δεν τ' αποζητά. Ξέρει ο Θεός τις ανάγκες του και τον φροντίζει σαν τα πουλιά του ουρανού. Δεν ξέρει τι είναι απελπισία, αλλ’ αντιθέτως ξέρει τι είναι να ελπίζεις υπομένοντας εν τη προσευχή. Δεν είναι ο παραιτηθείς από την ζωή, αλλά αυτός που ζει εν Χριστώ. Έχει επίγνωση στο τι κάνει και ποιος είναι...καταλαβαίνει τους ανθρώπους, δεν τους απορρίπτει, τους καταδέχεται με πόνο πολύ και αγάπη καρδιάς. Τους ψυχογραφεί και τους τοποθετεί στο ζύγι τους. Βλέπει από κοντά την αρρώστια της καρδιάς των, διεισδύει διορατικά, αποκαλύπτει τα κρύφια της καρδίας, δίνει λύσεις, θεραπεύει και εύχεται και ευλογεί.
Το μεσημέρι τηγάνισε ψάρια. Λιτό το φαγητό και εορτάσιμο συνάμα. Το φαγητό γίνεται τράπεζα λόγου. Ώρες-ώρες βλέπεις να παρασύρεται στην προσφορά και στη διακονία σαν σε μια περιπέτεια αγάπης και έγνοιας και ενθουσιασμού για να δώσει... είναι της αρετής του. Δεν παρασύρεται στην προσφορά αυτή άθελα ή κενόδοξα, αλλά για τον Θεό και την αγάπη του. Δεν έχει εγωισμό και δεν διαμαρτύρεται ούτε διεκδικεί. Λέγει την αλήθεια θαρρετά και δεν φοβάται. Έχει επίγνωση των δυνάμεων του, ελευθερία στο πνεύμα του και δεν δεσμεύεται από φαρισαϊκούς κανόνες και τυπικά..
Ο Θεός δεν θέλει τους δογματισμούς και την τυπικότητα, έλεγε. Η Πίστη μας δεν είναι μια σειρά τυπικών πράξεων που μας δίνει την ψεύτικη αίσθηση του καλού. Όλα δουλεύονται μέσα στην καρδιά και από εκεί πηγάζουν με μια ελευθερία. Πρέπει να είμαστε άνθρωποι της καρδιάς και της διακονίας... τους αδελφούς να στηρίζουμε χωρίς βαρυγκομιά διότι χάνουμε τον μισθό μας. Ο άνθρωπος στην προσευχή δεν πρέπει να γίνεται τυπικός χωρίς να νιώθει αυτά που λέγει... ο ίδιος δεν ακούει αυτά που προσεύχεται, ο Θεός θα τον ακούσει; Με την καρδιά μας όλα να τα κάνουμε. Να επιτελούμε την συγχώρηση στους αδελφούς εκ καρδίας και την διακονία της αγάπης εκ καρδίας και την προσευχή εξ όλης της καρδίας. Ο Θεός την καρδιά μας ζητά και μ’ αυτήν να δουλεύουμε εν Κυρίω. Τυπικά λες την ευχή και νομίζεις ότι κάτι κάνεις και το καμαρώνεις... τυπικά κάνεις την νηστεία σε μια ψεύτικη αίσθηση θρησκευτικής ικανοποίησης. Και ενώ λες ότι δουλεύεις στον Θεό η κατάκριση είναι συνεχής για όλους, και δεν σταματάς να κατηγορείς και να ιεροκατηγορείς χωρίς αγάπη μέσα σου. Από την καρδιά όλα αυτά προέρχονται και είναι ψεύτικη η αγιοσύνη των καλών τυπικών πράξεων. Μπορεί να δει κανείς, έλεγε, εκπλήξεις και θαύματα σε ανθρώπους που πολύ εύκολα τους κρίνει και τους απορρίπτει η φαρισαϊκή νοοτροπία μας. Έλεγε για μια πόρνη που τον πλησίασε και του μίλησε και έμεινε έκπληκτος για τον αγώνα της ψυχής της. Πόσο εύκολα κανείς βγάζει κρίσεις και συμπεράσματα ενώ αλλιώτικη είναι η καρδιά του ανθρώπου. Ο ληστής μετανόησε και έγινε ο πρώτος κάτοικος του Παραδείσου. Με πόση γλυκύτητα αγάπης και συμπάθεια πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει τον αμαρτωλό και πεσμένο και μετανοούντα..
Στην Θεία κοινωνία, έλεγε, ο χριστιανός είναι το ίδιο με τον Ιερέα ως προς την συνεχή του συμμετοχή και προσέλευση. Άλλο είναι η νηστεία και άλλο είναι η Θεία Κοινωνία. Μπερδεύονται πολλοί και απομακρύνονται και ξεγλιστρούν από την συνεχή Θεία Κοινωνία εξ αιτίας του λαδιού και του αλάδωτου. Ο Χριστός μας καλεί να συμμετάσχουμε σε κάθε Θεία Λειτουργία που τελείται με καθαρότητα καρδιάς και νου. Τέλειος κανείς δεν είναι και η προσέλευση στην Αγία Τράπεζα να γίνεται με φόβο Θεού και με πολύ πόθο. Οι νηστείες έχουν τοποθετηθεί σοφά μέσα στον εκκλησιαστικό χρόνο και να τις τηρεί ο χριστιανός. Αλλά δες που όλοι δεν μπορούν να νηστέψουν λόγω και των αρρωστιών και άλλων προβλημάτων. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να Κοινωνούν. Το κέντρο της πνευματικής ζωής είναι η συνεχής συμμετοχή του πιστού στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας… ένας να είναι ο πόθος και η χαρά του ανθρώπου πώς να Κοινωνήσει και μια να είναι η θλίψη του αν υπάρξει πρόβλημα και δεν συμμετάσχει στο Ποτήριο της Ζωής.
Το μεσημέρι έφερε ξεκούραση... κι όμως ο γέροντας δεν είναι καλά... σηκώνει σταυρό δυσκολίας και πόνου και κόπου των ποδιών του... είναι δύσκολα και χρειάζεται βοήθεια... αφήνεται πολύ θαρρετά μόνο στον Θεό... μαζί με τα γατάκια που τον κοιτούν παρηγορητικά και τον ενισχύουν ως από Θεού, όταν είναι στενοχωρημένος…
Η καρδιά όλων των φιλοξενουμένων είναι σε μια απραξία και ηρεμία, σαν να κατακάθεται η σκόνη από τον κουρνιαχτό και το τρέξιμο... η κούραση και η ένταση άρχισε να υποχωρεί... κελιώτικη ζωή... που το αύριο το έχει ο Θεός...
Το απόγευμα ήταν μια ιδιαίτερη ευλογία η επίσκεψη στον γέροντα Ιγνάτιο. Ο γέροντας, ενενήντα δύο χρονών με εγκεφαλικό, σηκώθηκε από το κρεβάτι του για να μας χαιρετίσει με αγάπη και απλότητα. Δεν του ενδιέφερε η εξωτερική εμφάνιση, αλλά μόνο η φιλόξενη αγάπη. Βρίσκεται στο Άγιο Όρος από το 1938. Η μορφή του ήταν λευκασμένη και ανέπεμπε μια ιλαρότητα. Η απλότητα και η χαρά ήταν διάχυτη.
Από εκεί τα βήματα οδήγησαν στο κελί που γιόρταζε την ημέρα αυτή, του πάτερ Πολύκαρπου.
Βράδυ μέχρι αργά στις μια ο γέροντας μιλούσε για την ταπείνωση και την νήψη... ήταν μια εξομολογητική συνομιλία... αποκάλυπτε όλα που απασχολούσαν την καρδιά του συνομιλητού με παραδείγματα και με την δική του εμπειρία... επικοινωνία ταπεινή με μια αλληλοεξομολογητικότητα... ένα μοίρασμα καρδιάς και συγχώρησης χωρίς προσχήματα και τυπικότητες και διδασκαλικότητα και γεροντισμούς, αλλά ως ίσος προς ίσον ενώπιον του Θεού... η σκέψη τότε ερμήνευε εμπειρικά την παρότρυνση του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου στην Καινή Διαθήκη ''εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα ημών''... Ο γέροντας ένιωθε πιο χαμηλά από τον διπλανό του, ως συναμαρτωλός, ως υπηρετών δούλος Χριστού. Πρωτόγνωρη τέτοια εξομολόγηση, σε μια τέλεια ταπείνωση. Και έρεε η χάρη του Θεού ως ποταμός μέσα από την καρδιά του την ώρα που με δάκρυα και στεναγμό επικαλούνταν την χάρη του Παναγίου Πνεύματος για συγχώρηση.
Η κούραση έκλινε τα μάτια... η ευγένεια είναι η αρετή του γέροντα... και η έγνοια του πάντα για το τι θα χρειαστεί...

Κυριακή
Το πρωί η Θεία Λειτουργία τελέσθηκε στο Εκκλησάκι του κελιού του γέροντα Γαβριήλ. Απλά και φτωχικά τελέσθηκε με μετρημένα τα πρόσωπα, τις καλογερικές μορφές, που δεν φάνταζαν κενόδοξα αλλά κινούνταν λιτά και ευχαριστιακά μέσα στο σκοτάδι του Ναού. Ο γερο Γαβριήλ ετοίμασε πρωινό με την αγάπη του και την χαρά του. Το νερό έτρεχε σ’ όλες τις βρύσες γάργαρο και κρύο ερχόμενο μέσα από τις πηγές του Άθωνα. Γέμισαν τα χέρια από ευλογίες δοσμένα από την καρδιά των γερόντων.
Η επιστροφή στον κόσμο ήταν προγραμματισμένη γι’ αυτήν την ημέρα. Επιστροφή στην διακονία, στην αγία έγνοια και την πολυκοσμία.
Πήρε τα δυο μπαστούνια του ο γέροντας και βγήκε μέχρι το μονοπάτι σ΄ ένα κατευόδιο αγάπης και ευλογιών. Στεκόταν από ψηλά και με μια ιλαρότητα και ειρήνη χαιρετούσε. Απόμεινε το πρόσωπο του χαραγμένο στις καρδιές. Οι ευχές του και τα λόγια του συνόδευαν, ηχούσαν μέσα βαθιά στην ψυχή σαν αντίλαλος από χαράδρα του Άθωνα… στο κατέβασμα για το λιμάνι. Ένα φορτιό ευλογιών βάραινε ανάλαφρα την ψυχή.
Το καράβι έπλεε πλάι-πλάι στα μοναστήρια. Ο γυρισμός, η κατάβαση από το όρος το Θαβώρ. Ένας χαιρετισμός, ένα ακόμη βλέμμα στις φωλιές του Θεού, κι άλλο ένα βλέμμα στις καρδιές των προσευχομένων Μοναχών… κι άλλο ένα βλέμμα στην κορυφή του Άθωνα… κι άλλο ένα βλέμμα αχόρταγα… πληθωρικά…
Και κραύγαζε μέσα μου μια φωνή, σαν ‘’φωνή υδάτων πολλών’’…
δόξα τω Θεώ… δόξα τω Θεώ... δόξα τω Θεώ.
Θεέ μου, με πόση αγιοσύνη και ταπείνωση προικίζεις τους ανθρώπους σου… για να σε βλέπουμε !!!
Ήταν μια επίσκεψη καρδιάς στην καρδιά του Αγίου Όρους.

Αρχιμ. Σεβαστιανός Τοπάλης

ΕΚΔΟΣΗ ΚΕΛΛΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΣΑΦ
ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: